— Από σημάδια που είδαμε τώρα τελευταία, είπε ο Γκάνταλφ, φοβάμαι πως την Πύλη του Κόκκινου Κέρατου μάλλον την παρακολουθούν· κι έχω πολλούς ενδοιασμούς για τον καιρό που έρχεται πίσω μας. Μπορεί και να ’χουμε χιόνι, Πρέπει να προχωρήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Αλλά ακόμα κι έτσι, θα μας πάρει πάνω από δυο μέρες πορεία για να φτάσουμε στην κορφή του περάσματος. Απόψε θα νυχτώσει γρήγορα. Πρέπει να φύγουμε αμέσως μόλις ετοιμαστείτε.
— Θα προσθέσω κι εγώ μια συμβουλή, αν επιτρέπεται, είπε ο Μπορομίρ.
Γεννήθηκα κάτω απ’ τη σκιά των Λευκών Βουνών και κάτι ξέρω από ταξίδια σε μεγάλο υψόμετρο. Θα βρούμε πολύ κρύο, αν όχι τίποτ’ άλλο χειρότερο, πριν κατεβούμε στην άλλη πλευρά. Δε θα κερδίσουμε τίποτα να περάσουμε τόσο απαρατήρητοι ώστε να πεθάνουμε απ’ το κρύο. Τώρα που θα φύγουμε από δω, όσο που έχει ακόμα κάτι λίγα δέντρα και θάμνους, καλά θα κάνει ο καθένας μας να μαζέψει από ένα δεμάτι ξύλα, όσα μπορεί να κουβαλήσει.
— Κι ο Μπιλ μπορεί να κουβαλήσει λίγα ακόμα, έτσι δεν είναι, φιλαράκο: είπε ο Σαμ.
Το πόνυ τον κοίταζε λυπητερά.
— Πολύ καλά, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν πρέπει όμως ν’ ανάψουμε τα ξύλα — εκτός πια κι είναι ή φωτιά ή θάνατος.
Η Ομάδα ξεκίνησε πάλι περπατώντας γοργά στην αρχή. Γρήγορα όμως ο δρόμος τους έγινε δύσκολος κι απόκρημνος. Στριφογύριζε κι ανέβαινε και σε πολλά μέρη χανόταν σχεδόν τελείως και τον έκλειναν πολλές πέτρες που είχαν κυλήσει.. Η νύχτα έγινε πίσσα σκοτάδι γεμάτη μεγάλα σύννεφα. Ένας τσουχτερός αέρας στριφογύριζε ανάμεσα στα βράχια. Κατά τα μεσάνυχτα είχαν ανέβει ως τα γόνατα των μεγάλων βουνών. Το στενό τους μονοπάτι τώρα ακολουθούσε τη βάση ενός τείχους από γκρεμούς στ’ αριστερά, που πάνω τους υψώνονταν οι άγριες πλευρές του Καράντρας, αόρατες στη σκοτεινιά. Δεξιά τους έχασκε το σκοτάδι κι η γη είχε υποχωρήσει απότομα σχηματίζοντας μια βαθιά κλεισούρα.
Με κόπο σκαρφάλωσαν μια απότομη πλαγιά και στάθηκαν, για μια στιγμή, στην κορφή. Ο Φρόντο ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο πρόσωπο. Τέντωσε το χέρι του και είδε αμυδρές άσπρες νιφάδες χιονιού να κάθονται στο μανίκι του.
Συνέχισαν το δρόμο. Αλλά πολύ γρήγορα το χιόνι έπεφτε για τα καλά, γεμίζοντας όλο τον αέρα και στριφογυρίζοντας μπρος απ’ τα μάτια του Φρόντο. Οι σκοτεινές σκυφτές σιλουέτες του Γκάνταλφ και του Άραγκορν, μόνο ένα δυο βήματα πιο μπροστά, μόλις που διακρίνονταν.
— Αυτό δε μ’ αρέσει καθόλου, λαχάνιασε ο Σαμ από πίσω. Ωραίο είναι το χιόνι να το βλέπεις ένα ωραίο πρωί, αλλά προτιμάω να βρίσκομαι στο κρεβάτι όσο πέφτει. Μακάρι τούτο δω να πήγαινε στο Χόμπιτον! Εκεί μπορεί και να το καλοδέχονταν. Αν εξαιρέσουμε τα λιβάδια ψηλά στη Βορινή Μοίρα, πολύ σπάνια το ’στρωνε καλά στο Σάιρ και γι’ αυτό το χιόνι το θεωρούσαν σαν ένα ευχάριστο γεγονός κι ευκαιρία για διασκέδαση. Αν εξαιρέσεις τον Μπίλμπο, κανένας απ’ τους χόμπιτ που ζούσαν δε θυμόταν το Σκληρό Χειμώνα του 1311, τότε που οι άσπροι λύκοι μπήκαν στο Σάιρ περνώντας τον παγωμένο Μπράντιγουάιν.
Ο Γκάνταλφ σταμάτησε. Το χιόνι καθόταν παχύ πάνω στην κουκούλα και στους ώμους του κι έφτανε κιόλας ως τα καλάμια του γύρω απ’ τις μπότες του.
— Αυτό φοβόμουν, είπε. Τι λες τώρα, Άραγκορν;
Κι εγώ το φοβόμουν αυτό, απάντησε ο Άραγκορν, αλλά λιγότερο από αλλά πράγματα. Τον ήξερα τον κίνδυνο του χιονιού, αν και σπάνια πέφτει τόσο πολύ τόσο χαμηλά νότια, εκτός στα βουνά ψηλά. Αλλά εμείς δεν είμαστε ακόμα ψηλά· είμαστε ακόμα πολύ χαμηλά, εδώ που τα μονοπάτια είναι συνήθως ανοιχτά όλο το χειμώνα.
— Εγώ λέω μήπως είναι τέχνασμα του Εχθρού, είπε ο Μπορομίρ. Στην πατρίδα μου λένε πως μπορεί να κυβερνά τις θύελλες στα Βουνά της Σκιάς που υψώνονται στα σύνορα της Μόρντορ. Έχει παράξενες δυνάμεις και πολλούς συμμάχους.
— Το χέρι του έχει πολύ μακρύνει, είπε ο Γκίμλι, αν μπορεί να κατεβάζει χιόνι απ’ το Βοριά για να παιδεύει εμάς εδώ τρεις χιλιάδες λεύγες μακριά.
— Το χέρι του έχει μακρύνει πολύ, είπε ο Γκάνταλφ.
Την ώρα που ήταν σταματημένοι, ο αέρας έκοψε και το χιόνι λιγόστεψε μέχρι που σχεδόν σταμάτησε. Πήραν το δρόμο πάλι. Μα δεν είχαν κανει πάνω από εκατό μέτρα κι η θύελλα ξαναγύρισε με μεγαλύτερη μανία. Ο άνεμος σφύριζε και το χιόνι έγινε άγρια εκτυφλωτική χιονοθύελλα. Πολύ γρήγορα ακόμα κι ο Μπορομίρ δυσκολευόταν στο περπάτημα. Οι χόμπιτ, διπλωμένοι σχεδόν στα δύο, αγκομαχούσαν ακολουθώντας τούς πιο ψηλούς συντρόφους τους, αλλά ήταν φανερό πως δε θα μπορούσαν να προχωρήσουν παραπέρα αν συνέχιζε το χιόνι. Τα πόδια του Φρόντο ήταν μολυβένια. Ο Πίπιν σερνόταν από πίσω. Ακόμα κι ο Γκίμλι, που ήταν γερός σαν τον πιο γερό νάνο, μουρμούριζε καθώς προχωρούσε με κόπο.