Ξαφνικά όλη η Ομάδα σταμάτησε, λες και το είχαν συμφωνήσει χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα. Άκουγαν απόκοσμες φωνές στο σκοτάδι ολόγυρά τους. Ίσως και να ήταν παιγνίδια του ανέμου στις χαραματιές και σης νεροσυρμές του πέτρινου τοίχου, αλλά έμοιαζαν σαν τσιριχτά κλάματα ή άγρια ξεσπάσματα γέλιου. Πέτρες άρχισαν να πέφτουν απ’ τις πλαγιές του βουνού. σφυρίζοντας πάνω απ’ τα κεφάλια τους ή πέφτοντας μ’ ορμή στο μονοπάτι δίπλα τους. Και πότε πότε άκουγαν το υπόκωφο βουητό κάποιου βράχου που κατρακυλούσε απ’ τα κρυμμένα ύψη πάνωθέ τους.
— Δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα απόψε, είπε ο Μπορομίρ. Μπορεί μερικοί να λέτε πως είναι μόνο ο αέρας· αλλά εγώ ακούω απαίσιες φωνές· κι αυτές οι πέτρες μας έχουν βάλει στο σημάδι.
— Εγώ λέω πως είναι ο αέρας, είπε ο Άραγκορν. Αλλά αυτό δεν πάει να πει πως τα λεγόμενά σου δεν είναι αληθινά. Υπάρχουν πολλά κακόβουλα πλάσματα στον κόσμο που δεν αγαπούν καθόλου αυτούς που βαδίζουν με δυο πόδια και, χωρίς να είναι σύμμαχοι με το Σόρον, έχουν τους σκοπούς τους. Μερικά απ’ αυτά υπάρχουν στον κόσμο πολύ πριν απ’ αυτόν.
— Τον Καράντρας τον είπαν Ανελέητο κι είχε κακιά φήμη, είπε ο Γκίμλι, πολλά χρόνια πριν, όταν οι φήμες για το Σόρον δεν είχαν ούτε καν ακουστεί σ’ αυτές εδώ τις περιοχές.
— Λίγο μας νοιάζει ποιος είναι ο εχθρός, αφού δεν μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε την επίθεσή του, είπε ο Γκάνταλφ.
— Τι μπορούμε όμως να κάνουμε; φώναξε ο Πίπιν ταλαιπωρημένα. Στηριζόταν πάνω στο Μέρι και στο Φρόντο κι έτρεμε απ’ το κρύο.
— Ή να σταματήσουμε εδώ που είμαστε ή να γυρίσουμε πίσω, είπε ο Γκάνταλφ. Λιγάκι παραπάνω, αν θυμάμαι καλά, το μονοπάτι αφήνει τη βάση του γκρεμού και μπαίνει σε μια φαρδιά ρηχή νεροκατεβασιά στη ρίζα μιας μεγάλης πέτρινης πλαγιάς. Εκεί δε θα έχουμε καμιά προφύλαξη απ’ το χιόνι ή τις πέτρες — ή οτιδήποτε άλλο.
— Και ούτε είναι καλό να γυρίσουμε πίσω όσο κρατάει η θύελλα, είπε ο Άραγκορν. Κι ούτε περάσαμε ανεβαίνοντας κανένα άλλο μέρος που να μας έδινε μεγαλύτερο καταφύγιο απ’ αυτόν εδώ τον τοίχο του γκρεμού, που βρισκόμαστε από κάτω τώρα.
— Καταφύγιο να σου πετύχει! μουρμούρισε ο Σαμ. Αν αυτό εδώ είναι καταφύγιο, τότε φτάνει ένας τοίχος δίχως σκεπή να φτιάξει σπίτι!
Η Ομάδα τώρα μαζεύτηκαν όσο πιο κοντά μπορούσαν στο βράχο. Αυτός έβλεπε κατά το Νοτιά και στο κάτω μέρος έγερνε λίγο προς τα έξω έτσι που έλπιζαν πως θα τους προστάτευε κάπως απ’ το βορινό άνεμο και τις πέτρες που έπεφταν. Αλλά ο αέρας στροβιλιζόταν γύρω τους απ’ όλες τις μεριές και το χιόνι έπεφτε όλο και πιο πυκνό.
Μαζεύτηκαν κοντά κοντά με την πλάτη στο βράχο. Ο Μπιλ, το πόνυ, στεκόταν υπομονετικά αλλά αποθαρρυμένα μπροστά στους χόμπιτ και τους προφύλαγε λιγάκι· γρήγορα όμως το χιόνι τού έφτασε πάνω από τα γόνατα και συνέχιζε ν’ ανεβαίνει. Αν δεν είχαν πιο μεγαλόσωμους συντρόφους, οι χόμπιτ πολύ γρήγορα θα είχαν θαφτεί τελείως.
Το Φρόντο τον κυρίεψε μια ακαταμάχητη διάθεση για ύπνο· ένιωσε να βουλιάζει γρήγορα σ’ ένα ζεστό και θαμπό όνειρο. Του φάνηκε πως μια φωτιά του ζέσταινε τα πόδια και ανάμεσα στις σκιές στην άλλη μεριά του τζακιού άκουγε τη φωνή του Μπίλμπο: Δεν είναι δα και πολύ σπουδαίο το ημερολόγιό σου, έλεγε. Χιονοθύελλες στις δώδεκα του Γενάρη: μα αυτό δεν ήταν λόγος για να γυρίσεις πίσω να μου το ηροφτάσεις.
— Μα ήθελα να ξεκουραστώ και να κοιμηθώ, Μπίλμπο, απάντησε με κόπο ο Φρόντο, και τότε ένιωσε να τον σκουντάνε και γύρισε πάλι πίσω στον πόνο και στο ξύπνημα.
Ο Μπορομίρ τον είχε σηκώσει από χάμω, χωμένο σε μια φωλιά από χιόνι.
— Αυτό θα είναι ο θάνατος για τ’ ανθρωπάκια, Γκάνταλφ, είπε ο Μπορομίρ. Δεν ωφελεί σε τίποτα να καθόμαστε εδώ ώσπου να μας σκεπάσει ως το κεφάλι το χιόνι. Πρέπει κάτι να κάνουμε για να σωθούμε.
— Δώσ’ τους αυτό, είπε ο Γκάνταλφ, κι έψαξε στο σακίδιό του και τράβηξε έξω ένα δερμάτινο φλασκί. Μόνο μια γουλιά ο καθένας — για όλους μας. Είναι αφάνταστα πολύτιμο. Είναι μίρουβορ, το τονωτικό τού Ίμλαντρις. Ο Έλροντ μου το έδωσε σαν αποχαιρετιόμασταν. Δώσ’ το ένα γύρο!
Μόλις ο Φρόντο κατάπιε λίγο απ’ το ζεστό κι αρωματικό ποτό ένιωσε καινούρια δύναμη και καρδιά και η βαριά υπνηλία άφησε το κορμί του. Κι οι άλλοι αναζωογονήθηκαν και πήραν νέες ελπίδες και δυνάμεις. Το χιόνι όμως δεν έλεγε να κόψει. Στροβιλιζόταν ολόγυρά τους όλο και πιο πυκνό κι ο αγέρας φυσούσε όλο και πιο δυνατά.
— Τι λες τώρα για λίγη φωτιά; ρώτησε ξαφνικά ο Μπορομίρ. Τώρα φαίνεται πως φτάσαμε στο να διαλέξουμε ή φωτιά ή θάνατο, Γκάνταλφ. Το δίχως άλλο θα είμαστε κρυμμένοι απ’ όλα τα εχθρικά μάτια σα μας σκεπάσει το χιόνι, μα αυτό δε θα μας βοηθήσει.