Выбрать главу

— Μπορείς ν’ ανάψεις φωτιά, αν τα καταφέρεις, απάντησε ο Γκάνταλφ. Αν υπάρχουν κατάσκοποι που να μπορούν ν’ αψηφούν τούτη δω τη θύελλα, τότε, είτε φωτιά είτε χωρίς φωτιά, μπορούν να μας δουν.

Αλλά αν κι είχαν φέρει μαζί τους ξύλα και προσάναμμα, όπως τους είχε συμβουλέψει ο Μπορομίρ, ήταν παραπάνω κι απ’ την τέχνη του Ξωτικού κι αυτού του Νάνου ακόμα, ν’ ανάψουν φλόγα που να μπορέσει να μη σβήσει απ’ τον άνεμο που στροβιλιζόταν, ή να πιάσει στα βρεγμένα προσκνάμματα. Τέλος, ο Γκάνταλφ απρόθυμα έβαλε ένα χέρι. Πήρε ένα δεμάτι και το κράτησε ψηλά για ένα λεπτό κι έπειτα είπε μια φράση προστακτικά, naur an edraith ammen! κι έμπηξε την άκρη του ραβδιού του μέσα στο δεμάτι. Αμέσως μια μεγάλη γλώσσα πράσινης και γαλάζιας φλόγας ξεπήδησε και τα ξύλα άναψαν και τσίριξαν.

— Αν μας βλέπουν από πουθενά, τότε εγώ τουλάχιστον τους φανερώθηκα, είπε. Έγραψα ο Γκάνταλφ είναι εδώ με γράμματα που όλοι μπορούν να πι διαβάσουν απ’ το Σκιστό Λιβάδι ως τις εκβολές του Άντουιν.

Η Ομάδα όμως δε νοιαζόταν πια για κατασκόπους κι εχθρικά μάτια. Οι καρδιές τους χάρηκαν βλέποντας το φως της φωτιάς. Τα ξύλα έκαιγαν χαρούμενα· και, αν και παντού γύρω τους το χιόνι σφύριζε κι έλιωνε φτιάχνοντας λασπόλακκους στα πόδια τους, αυτοί ζέσταιναν τα χέρια τους ολόχαροι στη φωτιά. Κι εκεί στέκονταν γύρω γύρω απ’ τις μικρές φλόγες που χόρευαν απ’ τον αέρα. Ένα κόκκινο φως φώτιζε τα κουρασμένα κι ανήσυχά τους πρόσωπα· πίσω τους η νύχτα ήταν σαν ένας μαύρος τοίχος. Τα ξύλα όμως καίγονταν γρήγορα και το χιόνι δεν έλεγε να σταματήσει.

Η φωτιά χαμήλωσε κι έριξαν και το τελευταίο δεμάτι.

— Η νύχτα τελειώνει, είπε ο “Αραγκορν. Η αυγή δε βρίσκεται μακριά.

— Αν μπορέσει να τρυπήσει τούτα δω τα σύννεφα, είπε ο Γκίμλι. Ο Μπορομίρ βγήκε πιο έξω και κοίταξε ψηλά τη μαυρίλα.

— Το χιόνι λιγοστεύει, είπε, κι ο άνεμος είναι πιο κομμένος.

Ο Φρόντο κοίταξε κουρασμένα τις νιφάδες που ακόμα έπεφταν μες σ’ αυτό το σκοτάδι κι άσπριζαν για μια στιγμή στο φως της φωτιάς που έσβηνε· αλλά για πολλή ώρα δεν μπορούσε να δει σημάδι πως λιγόστευαν. Ξαφνικά όμως εκεί που ο ύπνος άρχιζε να τον κυριεύει ξανά, ένιωσε πως στ’ αλήθεια είχε κόψει ο αέρας και πως οι νιφάδες γίνονταν όλο και πιο μεγάλες και αραιές. Πολύ αργά ένα αμυδρό φως άρχισε να δυναμώνει. Τέλος, το χιόνι σταμάτησε ολωσδιόλου.

Σα δυνάμωσε το φως φανέρωσε ένα σιωπηλό σαβανωμένο κόσμο. Κάτω απ’ το καταφύγιό τους διακρίνονταν άσπρες καμπούρες και θόλοι κι απροσδιόριστες λακκούβες που έκρυβαν εντελώς το μονοπάτι που είχαν περάσει· οι γκρεμοί όμως από πάνω τους ήταν κρυμμένοι σε μεγάλα σύννεφα, που ήταν ακόμα βαριά με την απειλή χιονιού.

Ο Γκίμλι κοίταξε ψηλά και κούνησε το κεφάλι.

— Ο Καράντρας δε μας έχει συγχωρήσει, είπε. Έχει κι άλλο χιόνι να μας ρίξει αν προχωρήσουμε παραπάνω. Όσο πιο γρήγορα γυρίσουμε κάτω τόσο το καλύτερο.

Όλοι συμφώνησαν μ’ αυτά τα λόγια, αλλά τώρα ο γυρισμός ήταν δύσκολος, ίσως ίσως κι αδύνατος. Λίγα μόνο βήματα πέρα απ’ τις στάχτες της φωτιάς το χιόνι υψωνόταν πολλά πόδια, ψηλότερα απ’ τα κεφάλια των χόμπιτ· σε ορισμένα σημεία ο άνεμος το είχε μαζέψει και το είχε σωριάσει σε μεγάλες χιονοστιβάδες πάνω στον τοίχο του γκρεμού.

— Αν ο Γκάνταλφ μπορούσε να πάει μπροστά μ’ ένα αναμμένο δαυλί, θα μπορούσε να λιώσει τα χιόνια και να σας φτιάξει μονοπάτι, είπε ο Λέγκολας.

Η θύελλα τον είχε πολύ λίγο ταλαιπωρήσει κι ήταν ο μόνος απ’ την Ομάδα που ήταν ακόμα κεφάτος.

— Αν τα Ξωτικά μπορούσαν να πετάξουν πάνω απ’ τα βουνά, ίσως να μπορούσαν να πάνε να μας φέρουν τον Ήλιο για να μας σώσουν, απάντησε ο Γκάνταλφ. Αλλά πρέπει να έχω κάτι για να κάνω δουλειά. Δεν μπορώ να κάψω χιόνι.

— Λοιπόν, είπε ο Μπορομίρ, σαν τα κεφάλια δε βρίσκουν τρόπο τα κορμιά πρέπει· να δουλέψουν, όπως λέμε στην πατρίδα μου. Οι πιο δυνατοί από μας πρέπει να βρουν έναν τρόπο. Δείτε! Αν και τώρα όλα είναι ντυμένα στο χιόνι, το μονοπάτι μας, όταν ανεβαίναμε, έστριβε σ’ εκείνη την προεξοχή του βράχου εκεί κάτω. Εκεί ήταν που το χιόνι πρωτάρχισε να μας δυσκολεύει. Αν μπορούσαμε να φτάσουμε σ’ εκείνο το σημείο, ίσως να είναι πιο εύκολα τα πράγματα από κει και κάτω. Δε μου φαίνεται να ’ναι παραπάνω από διακόσιες γυάρδες.

— Τότε πάμε, εσύ κι εγώ, ν’ ανοίξουμε δρόμο ως εκεί! είπε ο Άραγκορν.

Ο Άραγκορν ήταν ο πιο ψηλός της Ομάδας, αλλά ο Μπορομίρ, λίγο πιο κοντός, ήταν φαρδύτερο στις πλάτες και πιο βαρύς. Μπήκε μπροστά κι ο Αραγκορν τον ακολούθησε. Σιγά σιγά απομακρύνονταν και πολύ γρή-γορα δούλευαν κοπιαστικά. Σε μερικά μέρη το χιόνι τούς έφτανε ως το στήθος και πολύ συχνά ο Μπορομίρ φαινόταν λες και κολυμπούσε ή έσκα-βε λαγούμι με τα μεγάλα του χέρια παρά πως προχωρούσε.