Выбрать главу

Ο Λέγκολας τους κοίταξε για λίγο μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη κι έπειτα στράφηκε στους άλλους.

Οι δυνατότεροι πρέπει να βρουν τον τρόπο, λέτε; Εγώ όμως λέω: άσε το ζευγά να ζευγαρίζει, μα προτίμησε μια βίδρα για κολύμπι και, για να τρέχει ανάλαφρα πάνω στο χορτάρι και στα δέντρα ή πάνω στα χιόνια — έ-να Ξωτικό.

Και με τα λόγια αυτά τινάχτηκε με σβελτοσύνη μπροστά και τότε ο Φρόντο πρόσεξε, λες και για πρώτη φορά αν και το ήξερε εδώ και πολύ καιρό, πως το Ξωτικό δε φορούσε ούτε καν μπότες, παρά κάτι ελαφρά παπούτσια, όπως πάντα, και πως τα πόδια του δεν άφηναν σχεδόν καθόλου ίχνη πάνω στο χιόνι.

— Έχε γεια! είπε στον Γκάνταλφ. Πάω να βρω τον Ήλιο!

Κι έπειτα, γοργός σαν δρομέας πάνω σε καλοστρωμένο δρόμο, άρχισε να τρέχει. Γρήγορα έφτασε τους άντρες που δούλευαν σκληρά και κουνώντας το χέρι του τους προσπέρασε και χάθηκε τρέχοντας στο βάθος στη στροφή του βράχου.

Οι άλλοι έμειναν να περιμένουν μαζεμένοι ο ένας κοντά στον άλλο και κοίταζαν τον Μπορομίρ και τον Άραγκορν που μίκραιναν κι έγιναν μαύρα σημαδάκια στο άσπρο χιόνι. Τέλος, χάθηκαν κι αυτοί απ’ τα μάτια τους. Η ώρα δεν έλεγε να περάσει. Τα σύννεφα χαμήλωσαν και τώρα μερικές χιηνονιφάδες άρχισαν να πέφτουν πάλι σγουρές.

Μια ώρα περίπου πέρασε, αν και τους φάνηκε πολύ περισσότερο και τοτε επιτέλους είδαν το Λέγκολας να γυρίζει πίσω. Ταυτόχρονα ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν ξαναφάνηκαν στη στροφή μακριά κι έρχονταν ανηφορίζοντας με κόπο,

— Λοιπόν, φώναξε ο Λέγκολας σαν έφτασε τρεχάτος, δεν έφερα τον Ήλιο. Αυτός κάνει βόλτες στα γαλάζια λιβάδια του Νοτιά και λίγο χιονάκι στο Κόκκινο Κέρατο δεν τον σκοτίζει καθόλου. Έφερα όμως μια αχτίδα ελπίδας γι’ αυτούς που το ’χει η μοίρα τους να πηγαίνουν με τα πόδια. Η πιο μεγάλη χιονοστιβάδα βρίσκεται ακριβώς πίσω απ’ τη στροφή κι εκεί οι Δυνατοί μας Άντρες είχαν σχεδόν θαφτεί. Είχαν απελπιστεί μέχρι που γύρισα και τους είπα πως η χιονοστιβάδα δεν ήταν πιο φαρδιά από ένα τοίχο. Στην άλλη μεριά το χιόνι λιγοστεύει απότομα, ενώ λίγο παρακάτω δεν είναι παρά ένα λεπτό στρώμα ίσα για να δροσίζει τα δάχτυλα των χόμπιτ.

— Αχά! Ακριβώς όπως το είπα, μουρμούρισε αγριωπά ο Γκίμλι. Αυτή δεν ήταν συνηθισμένη χιονοθύελλα. Είναι ο θυμός του Καράντρας. Δεν αγαπάει τα Ξωτικά και τους Νάνους· κι αυτή η χιονοστιβάδα ήταν εκεί για να μας κόψει το δρόμο, μην τυχόν και ξεφύγουμε.

— Αλλά ευτυχώς ο Καράντρας σου ξέχασε πως είναι κι Άνθρωποι μαζί σας. είπε ο Μπορομίρ, που έφτασε εκείνη τη στιγμή. Και Άνθρωποι γεροί, αν επιτρέπεται να πω· αν και μικρότεροι άνθρωποι με φτυάρια θα μπορούσαν να σας είχαν εξυπηρετήσει καλύτερα. Πάντως ανοίξαμε με τα χέρια μας ένα δρομάκι μέσ’ απ’ τη χιονοστιβάδα· και γι’ αυτό, όλοι εδώ όσοι δεν μπορείτε να τρέξετε ανάλαφρα σαν τα Ξωτικά, θα πρέπει να είστε ευγνώμονες.

— Αλλά εμείς πώς θα φτάσουμε ως εκεί κάτω. ακόμα κι αν έχετε ανοίξει δρόμο μέσ’ απ’ τη χιονοστιβάδα; είπε ο Πίπιν, εκφράζοντας έτσι τη σκέψη όλων των χόμπιτ.

— Μην απελπίζεστε! είπε ο Μπορομίρ. Είμαι κουρασμένος, αλλά μου μένει όμως κάποια δύναμη ακόμα, το ίδιο κι ο Άραγκορν. Εμείς θα πάρουμε στην πλάτη μας τους μικρούληδες. Οι άλλοι, χωρίς αμφιβολία, θα βολευτούν αν περπατούν στο μονοπάτι πίσω μας. Έλα, κύριε Πέρεγκριν! Θ αρχίσω μ’ εσένα.

Σήκωσε το χόμπιτ.

— Πιάσου καλά στην πλάτη μου! Τα χέρια μου θα τα χρειαστώ, είπε και ξεκίνησε. Ο Άραγκορν με το Μέρι έρχονταν από πίσω. Ο Πίπιν θαύμαζε τη δύναμη του, βλέποντας το διάδρομο που είχε κιόλας ανοίξει με μόνο εργαλείο τα μεγάλα χέρια και πόδια του. Ακόμα και τώρα, έτσι όπως ήταν φορτωμένος, φάρδαινε το μονοπάτι για κείνους που ακολουθούσαν, παραμερίζοντας το χιόνι όπως προχωρούσε.

Τέλος, έφτασαν στη μεγάλη χιονοστιβάδα. Ήταν σωριασμένη στο μονοπάτι του βουνού σαν ένας απότομος ξαφνικός τοίχος και η κορφή της, μυτερή λες και την είχαν κόψει με μαχαίρι, υψωνόταν δυο φορές το μπόι του Μπορομίρ· μα στη μέση της ήταν ανοιγμένος ένας διάδρομος, που ανεβοκατέβαινε σαν γέφυρα. Στην άλλη μεριά άφησαν κάτω το Μέρι και τον Πίπιν να περιμένουν με το Λέγκολας ώσπου να φτάσουν κι οι υπόλοιποι.

Σε λίγο ο Μπορομίρ ξαναγύρισε κουβαλώντας το Σαμ. Πίσω, στο στενο αλλά τώρα καλοπατημένο μονοπάτι, φάνηκε ο Γκάνταλφ οδηγώνιας τον Μπιλ με τον Γκίμλι ανεβασμένο πάνω ανάμεσα στα μπαγκάζια. Τελευταίος ήρθε ο Άραγκορν μεταφέροντας το Φρόντο. Πέρασαν το διά-ορομο· αλλά δεν είχε καλά καλά προλάβει ο Φρόντο να πατήσει τα πόδια του στη γη, όταν ακούστηκε ένα βαθύ βουητό κι άρχισαν να πέφτουν βράχια και να κυλάει χιόνι, που τους πιτσίλισε και τους μισοτύφλωσε, όπως όχη η Ομάδα είχε κολλήσει στο βράχο και, σαν καθάρισε η ατμόσφαιρα ξανά, είδαν πως το μονοπάτι πίσω τους ήταν τώρα κλεισμένο.