Выбрать главу

— Αρκετά, αρκετά! φώναξε ο Γκίμλι. Φεύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε!

Και στ’ αλήθεια, μ’ αυτό το τελευταίο χτύπημα η κακία του βουνού έσειξε πως ξεθύμανε, λες κι ο Καράντρας, ικανοποιήθηκε ότι οι εισβολείς είχαν κατανικηθεί και δε θα ξανατολμούσαν να επιστρέψουν. Η απειλή του χιονιού τραβήχτηκε· τα σύννεφα άρχισαν να σκορπίζουν και το φως δυνάμωσε.

Ακριβώς όπως τους είχε πει ο Λέγκολας, είδαν πως το χιόνι όλο και χαμήλωνε κατεβαίνοντας, έτσι που κι οι χόμπιτ μπορούσαν, μ’ όλη τους την κούραση, να περπατούν, Σε λίγο όλοι βρέθηκαν για άλλη μια φορά στο πλάτωμα στην κορφή της απότομης πλαγιάς εκεί που είχαν πρωτονιώσει τις νιφάδες του χιονιού την περασμένη νύχτα.

Το πρωινό τώρα είχε προχωρήσει πολύ. Απ’ το ύψος που βρίσκονταν κοίταξαν δυτικά στις χαμηλότερες περιοχές. Πολύ μακριά στα πόδια του βουνού βρισκόταν η μικρή κοιλάδα απ’ όπου είχαν αρχίσει ν’ ανεβαίνουν το πέρασμα.

Τα πόδια του Φρόντο πονούσαν. Ήταν παγωμένος ως το κόκαλο και κεινούσε· το κεφάλι του ζαλιζόταν σα σκεφτόταν τη μακριά κι οδυνηρή κατηφοριά του γυρισμού. Τα μάτια του έβλεπαν κάτι μαυραδάκια. Τα έτριψε αλλά τα μαύρα σημάδια δεν έφευγαν, Μακριά κάτω, αλλ’ όμως πάνω σε τους χαμηλότερους λόφους στους πρόποδες, κάτι μαύρα σημάδια έκαναν κύκλους στον αέρα.

— Τα πουλιά πάλι! είπε ο Άραγκορν, δείχνοντας κάτω.

— Τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, είπε ο Γκάνταλφ. Είτε είναι φιλοι είτε εχθροί, ή κι αν δεν έχουν καμιά σχέση μαζί μας, εμείς πρέπει να κατεβούμε αμέσως. Ούτε και στα ριζά του Καράντρας δε θα περιμένουμε να ξανανυχτώσει!

Ένας παγωμένος άνεμος φύσηξε πίσω τους, όπως γύρισαν τις πλάτες στην Πύλη του Κόκκινου Κέρατου και κατηφόρισαν σκοντάφτοντας κουρασμένα την πλαγιά. Ο Καράντρας τους είχε νικήσει.

Κεφάλαιο IV

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Βράδιαζε και το γκρίζο φως χανόταν πάλι γοργά, όταν σταμάτησαν για τη νύχτα. Ήταν πολύ κουρασμένοι. Τα βουνά τα έκρυβε το μισόφωτο που λιγόστευε κι ο αέρας ήταν παγωμένος. Ο Γκάνταλφ τους έδωσε άλλη μια γουλιά απ’ το μίρουβορ του Σκιστού Λαγκαδιού. Σαν έφαγαν κάτι τους μάζεψε για συμβούλιο.

— Λεν μπορούμε, φυσικά, να συνεχίσουμε ξανά απόψε, είπε. Η επίθεση στην Πύλη του Κόκκινου Κέρατου μας κούρασε πολύ καν πρέπει να ξεκουραστούμε εδώ για λίγο.

— Κι ύστερα πού θα πάμε; ρώτησε ο Φρόντο.

— Έχουμε ακόμα μπροστά μας το ταξίδι μας και την αποστολή μας, απάντησε ο Γκάνταλφ. Δεν έχουμε άλλη εκλογή παρά να συνεχίσουμε, ή να επιστρέψουμε στο Σκιστό Λαγκάδι.

Το πρόσωπο του Πίπιν ζωήρεψε αισθητά και μόνο που άκουσε να μιλούν για επιστροφή στο Σκιστό Λαγκάδι· ο Μέρι κι ο Σαμ σήκωσαν τα κεφάλια μ’ ελπίδα. Ο Άραγκορν όμως κι ο Μπορομίρ δε σάλεψαν. Ο Φρόντο έδειξε στενοχωρημένος.

— Μακάρι να βρισκόμουν εκεί, είπε. Πώς όμως μπορώ να γυρίσω πίσω δίχως ντροπή — εκτός και στ’ αλήθεια δεν υπάρχει άλλος τρόπος κι είμαστε κιόλας νικημένοι;

— Έχεις δίκιο, Φρόντο, είπε ο Γκάνταλφ: το να γυρίσουμε πίσω είναι σαν να παραδεχόμαστε την ήττα και να βρούμε μπροστά μας άλλη χειρότερη να μας περιμένει. Αν γυρίσουμε πίσω τώρα, τότε το Δαχτυλίδι θα πρέπει να μείνει εκεί: δε θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε ξανά. Έπειτα, αργά ή γρήγορα, θα πολιορκήσουν το Σκιστό Λαγκάδι κι ύστερα από λίγο καιρό και πικρό, θα το καταστρέψουν. Τα Φαντάσματα του Δαχτυλιδιού είναι θανατεροί εχθροί κι όμως είναι σκιές μονάχα της δύναμης και του τρόμου που θ’ αποκτούσαν αν το Κυρίαρχο Δαχτυλίδι βρεθεί ξανά στο χέρι του κυρίου τους.

— Τότε πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, αν υπάρχει κάποιος δρόμος, είπε ο Φρόντο μ’ ένα αναστεναγμό.

Ο Σαμ κατσούφιασε πάλι.

— Υπάρχει ένας δρόμος που μπορούμε να δοκιμάσουμε, είπε ο Γκάνταλφ. Τον σκέφτηκα απ’ την αρχή, όταν πρωταρχίσαμε να σχεδιάζουμε τούτο το ταξίδι, πως θα ’πρεπε να τον δοκιμάσουμε. Μα δεν είναι ευχάριστος δρόμος και δεν έχω μιλήσει ως τώρα στην Ομάδα γι’ αυτόν. Ο Άραγκορν ήταν εναντίον, τουλάχιστον ώσπου να δοκιμάζαμε το πέρασμα πάνω απ’ τα βουνά.

Αν ο δρόμος αυτός είναι χειρότερος απ’ το δρόμο για την Πύλη του Κόκκινου Κέρατου, τότε θα πρέπει να ’ναι φοβερός, μα την αλήθεια, είπε ο Μέρι. Καλά θα κάνεις να μας μιλήσεις γι’ αυτόν και να μας πεις αμέσως το χειρότερο.

— Ο δρόμος που λέω οδηγεί στα Ορυχεία της Μόρια, είπε ο Γκάνταλφ.

Μονάχα ο Γκίμλι σήκωσε το κεφάλι· μια φωτιά σιγόκαιγε στη ματιά του. Τρόμος έπιασε όλους τους άλλους μόλις άκουσαν τ’ όνομα εκείνο. Ακόμα και για τους χόμπιτ ήταν θρύλος κάποιου απροσδιόριστου φόβου.

— Ο δρόμος μπορεί να οδηγεί στη Μόρια, αλλά πώς μπορούμε να ελπίζουμε πως βγάζει κι έξω απ’ τη Μόρια; ρώτησε σκοτεινιασμένα ο Άραγκορν.

— Το όνομα αυτό είναι κακός οιωνός, είπε ο Μπορομίρ. Και δε βλέπω την ανάγκη να πάμε εκεί. Αφού δεν μπορούμε να περάσουμε τα βουνά, ας ταξιδέψουμε στο Νοτιά μέχρι που να φτάσουμε στο Άνοιγμα του Ρόαν, που οι άνθρωποι είναι φίλοι με το λαό μου, παίρνοντας το δρόμο που ακολούθησα σαν ερχόμουν κατά δω. Ή θα μπορούσαμε να πάμε πιο πέρα και να περάσουμε τον Ίσεν και να βγούμε στο Λάνγκστραντ και στο Λέμπενιν και να φτάσουμε στην Γκόντορ απ’ τις περιοχές που είναι κοντά στη θάλασσα.