Выбрать главу

— Λεν επιθυμώ να πάω στη Μόρια, είπε ο Λέγκολας.

Οι χόμπιτ δεν είπαν τίποτα. Ο Σαμ κοίταξε το Φρόντο. Τέλος ο Φρόντο μίλησε.

— Δε θέλω να πάω, είπε· αλλά ούτε και θέλω ν’ αρνηθώ τη συμβουλή του Γκάνταλφ. Παρακαλώ να μην ψηφίσουμε μέχρι να κοιμηθούμε και να το σκεφτούμε. Ο Γκάνταλφ θα πάρει ευκολότερα ψήφους στο φως του πρωινου παρά σ’ αυτήν την παγωμένη σκοτεινιά. Ακούστε πώς ουρλιάζει ο αέρας!

Ύστερα απ’ αυτά τα λόγια, όλοι έπεσαν σε σιωπηλές σκέψεις. Άκουγαν τον αέρα να σφυρίζει ανάμεσα στα βράχια και στα δέντρα κι ακούγονταν ουρλιαχτά και θρήνοι στις άδειες περιοχές της νύχτας.

Ξαφνικά ο Άραγκορν πετάχτηκε όρθιος.

— Πώς ουρλιάζει ο αέρας! φώναξε. Ουρλιάζει με λυκοφωνές. Οι Λύκοι ηρθαν δυτικά απ’ τα Βουνά!

— Λοιπόν, χρειάζεται να περιμένουμε ως το πρωί; είπε ο Γκάνταλφ. Είναι όπως σας έλεγα. Το κυνηγητό έχει αρχίσει! Ακόμα κι αν ζήσουμε να δούμε το πρωί, ποιος τώρα θα θελήσει να ταξιδέψει νότια τις νύχτες με τους άγριους λύκους στο κατόπι του;

— Πόσο μακριά βρίσκεται η Μόρια; ρώτησε ο Μπορομίρ.

Υπήρχε μια πόρτα στα νοτιοδυτικά του Καράντρας, κάπου δεκαπέντε μίλια όπως πετάει η κουρούνα κι ίσως είκοσι όπως τρέχει ο λύκος, απάντησε ο Γκάνταλφ αγριωπά.

— Τότε ας ξεκινήσουμε αμέσως μόλις φέξει αύριο, αν μπορούμε, είπε ο Μπορομίρ. Ο λύκος που αφουγκράσαι είναι χειρότερος απ’ τον ορκ που φοβάσαι.

— Σωστά! είπε ο Άραγκορν, χαλαρώνοντας το σπαθί του στη θήκη του. Αλλά εκεί που ο λύκος ουρλιάζει, εκεί κι ο όρκ φωλιάζει.

— Μακάρι να είχα ακούσει τις συμβουλές του Έλροντ, μουρμούρισε ο Πίπιν στο Σαμ. Καταπώς βλέπω δεν αξίζω και πολλά. Δεν τρέχει και πολύ αίμα του Μπάντομπρας του Ταυρόφωνου στις φλέβες μου: αυτά τα ουρλιαχτά μου παγώνουν το αίμα. Ποτέ μου δε θυμάμαι να έχω ξανανιώσει τόσο απαίσια.

— Η καρδιά μου έχει κατεβεί στα δάχτυλα των ποδιών μου, κύριε Πίπιν, είπε ο Σαμ. Αλλά δε μας φάγανε ακόμα κι είναι κάμποσα παλικάρια εδώ μαζί μας. Όποια κι αν είναι η μοίρα του Γκάνταλφ, πάω στοίχημα πως δεν είναι στην κοιλιά κάποιου λύκου.

Για την άμυνά τους τη νύχτα η Ομάδα σκαρφάλωσε στην κορφή του μικρού λόφου, που στην πλαγιά του είχαν καταφύγει. Η κορφή ήταν στεφανωμένη με μερικά γέρικα κι ανεμοδαρμένα δέντρα που γύρω τους σχηματιζόταν ένας κύκλος μεγάλες πέτρες. Εκεί στη μέση άναψαν φωτιά, γιατί δεν υπήρχε ελπίδα πως το σκοτάδι κι η σιωπή θα κρατούσαν τα ίχνη τους μυστικά απ’ τις αγέλες που είχαν βγει κυνήγι.

Κάθισαν γύρω απ’ τη φωτιά κι εκείνοι που δε φύλαγαν σκοποί μισοκοιμόντουσαν ανήσυχα. Ο κακομοίρης ο Μπιλ, το πόνυ, έτρεμε και τον έκοβε κρύος ιδρώτας εκεί που στεκόταν. Τα ουρλιαχτά των λύκων ακούγονταν τώρα παντού ολόγυρά τους, πότε πιο κοντά και πότε πιο πέρα. Στη μέση της νύχτας πολλά γυαλιστερά μάτια φάνηκαν να κρυφοκοιτάζουν στην κορφή της πλαγιάς. Μερικά πλησίασαν ως τον πέτρινο κύκλο. Σ’ ένα άνοιγμα του κύκλου φάνηκε να στέκεται μια μεγάλη λυκοσιλουέτα που τους κοίταζε. Έβγαλε ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό, λες κι ήταν ο αρχηγός που καλούσε την αγέλη σ’ επίθεση.

Ο Γκάνταλφ σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε μπροστά κρατώντας ψηλά το ραβδί του.

— Άκουσε, Σκυλί του Σόρον! φώναξε. Εδώ είναι ο Γκάνταλφ. Χάσου απ’ εδώ αν αγαπάς το βρομερό σου τομάρι! Αν τολμήσεις και μπεις εδώ μέσα θα σε κάψω απ’ τη μουσούδα ως την ουρά.

Ό λύκος αλύχτησε κι έκανε ένα μεγάλο πήδημα καταπάνω τους. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα ξαφνικό ντανγκ. Ο Λέγκολας είχε αφήσει τη χορδή του τόξου του. Ακούστηκε ένα φοβερό ουρλιαχτό κι η σιλουέτα του λύκου που πηδούσε έπεσε υπόκωφα στη γη· το βέλος του Ξωτικού είχε τρυπήσει το λαιμό του πέρα ως πέρα. Τα μάτια που κοιτούσαν έσβησαν ξαφνικά. Ο Γκάνταλφ κι ο Άραγκορν βγήκαν μπροστά, αλλά ο λόφος ήταν έρημος· οι αγέλες το είχαν βάλει στα πόδια. Παντού γύρω τους η σκοτεινιά έγινε σιωπηλή και κανένα αλύχτημα δεν ακουγόταν στους αναστεναγμούς του ανέμου.

Η νύχτα είχε προχωρήσει και το φεγγάρι χαμήλωνε στη δύση αχνοφέγγοντας πότε πότε ανάμεσ’ απ’ τα σύννεφα. Ξαφνικά ο Φρόντο τινάχτηκε απ’ τον ύπνο του. Χωρίς καμιά προειδοποίηση μια θύελλα από ουρλιαχτά ξέσπασε άγρια κι ανήμερη γύρω τους· και τώρα τους έκαναν επίθεση απ’ όλες τις μεριές ταυτόχρονα.

— Ρίξτε ξύλα στη φωτιά! φώναξε ο Γκάνταλφ στους χόμπιτ. Τραβήξτε τα σπαθιά σας και σταθείτε πλάτη με πλάτη.

Στο φως απ’ τις φλόγες που χόρευαν, όπως τα καινούρια ξύλα έπιαναν φωτιά, ο Φρόντο είδε πολλές γκρίζες σιλουέτες να πηδούν πάνω απ’ τον πέτρινο κύκλο κι άλλες αμέτρητες να τις ακολουθούν. Ο Άραγκορν μεμιάς πέρασε το σπαθί του πέρα για πέρα στο λαιμό ενός θεόρατου αρχηγού και μ’ άλλη μια ο Μπορομίρ έκοψε τελείως το κεφάλι ενός άλλου. Ο Γκίμλι στο πλευρό τους στεκόταν με τα γεροδεμένα πόδια του ανοιχτά και δούλευε το πελέκι του. Το τόξο του Λέγκολας τραγουδούσε.