Выбрать главу

Στο αβέβαιο φως ο Γκάνταλφ φάνηκε ξαφνικά να μεγαλώνει: υψώθηκε προς τα πάνω, μια μεγάλη απειλητική μορφή, σαν το πέτρινο άγαλμα κάποιου αρχαίου βασιλιά βαλμένο σε κάποιο λόφο. Σκύβοντας σαν ένα σύννεφο, σήκωσε ένα αναμμένο δαυλί και προχώρησε να συναντήσει τους λύκους. Αυτοί υποχώρησαν μπροστά του. Ψηλά στον αέρα πέταξε το φλεγόμενο δαυλί, που άναψε ξαφνικά με μια άσπρη φεγγοβολιά σαν αστραπήκι η φωνή του βρόντησε σαν κεραυνός.

Naur an edraith ammen! Naur dan i ngaurhoth! φώναξε.

Μια βουή ακούστηκε κι ένα τρίξιμο και το δέντρο πάνωθέ του έσκασε φύλλα και λουλούδια που έβγαζαν μια φλόγα εκτυφλωτική. Η φωτιά πήδηξε από κορφή σε κορφή. Όλος ο λόφος στεφανώθηκε από φλόγες που σε θάμπωναν. Τα σπαθιά και τα μαχαίρια των υπερασπιστών άστραφταν κι αναβόσβηναν. Το τελευταίο βέλος του Λέγκολας άναψε στον αέρα καθώς πετούσε και καρφώθηκε φλόγινο στην καρδιά ενός μεγάλου λυκοαρχηγού. Όλοι οι υπόλοιποι το έβαλαν στα πόδια.

Σιγά σιγά η φωτιά έσβησε μέχρι που δεν έμεινε τίποτα εκτός” από στάχτες που έπεφταν και σπίθες- ένας πικρός καπνός έκανε δαχτυλίδια πάνω απ’ τους καμένους κορμούς των δέντρων κι ανέβαινε σκοτεινός απ’ το λόφο, την ώρα που το πρώτο φως της αυγής φάνηκε αμυδρά στον ουρανό. Οι εχθροί είχαν κατατροπωθεί και δεν ξαναγύρισαν.

— Τι σου είπα, κύριε Πίπιν; είπε ο Σαμ, βάζοντας το σπαθί του στο θηκάρι. Οι λύκοι δε θα τον φάνε. Αλλά θέαμα μια φορά! Ε! Παραλίγο να μου τσουρουφλίσει τα μαλλιά του κεφαλιού μου!

Σαν ξημέρωσε για καλά πουθενά δε φαίνονταν τα σημάδια των λύκων κι άδικα έψαξαν για τα κορμιά των πεθαμένων. Ίχνος δεν έμεινε απ’ τη μάχη εκτός απ’ τα καρβουνισμένα δέντρα και τα βέλη του Λέγκολας σκορπισμένα στην κορφή του λόφου. Όλα ήταν άθικτα, εκτός από ένα που του ’χε μείνει η μύτη μονάχα.

— Έγινε αυτό που φοβόμουν, είπε ο Γκάνταλφ. Αυτοί δεν ήταν συνηθισμένοι λύκοι που είχαν βγει κυνήγι στην ερημιά. Ελάτε να φάμε γρήγορα και δρόμο!

Εκείνη τη μέρα ο καιρός άλλαξε πάλι, σχεδόν λες και βρισκόταν κάτω απ’ τις διαταγές κάποιας δύναμης που δε χρειαζόταν το χιόνι πια, αφού είχαν υποχωρήσει απ’ το πέρασμα, μιας δύναμης που τώρα ήθελε άπλετο φως έτσι που ό,τι κι αν ταξίδευε στην ερημιά να φαίνεται από μακριά. Ο άνεμος, που είχε αρχίσει να γυρίζει από βόρειος σε βορειοδυτικό τη νύχτα, τώρα κόπηκε. Τα σύννεφα χάθηκαν στο Νοτιά κι ο ουρανός άνοιξε, ψηλός και γαλανός. Όπως στέκονταν στην πλαγιά του λόφου, έτοιμοι να ξεκινήσουν, το χλωμό φως του ήλιου φάνηκε πάνω στα βουνά.

— Πρέπει να φτάσουμε στις πόρτες πριν πέσει ο ήλιος, είπε ο Γκάνταλφ, αλλιώς φοβάμαι πως δε θα τις φτάσουμε ποτέ. Δεν είναι μακριά, αλλά ο δρόμος μας μπορεί και να μην πηγαίνει ίσια, γιατί εδώ ο Άραγκορν δεν μπορεί να μας οδηγήσει· σπάνια περνούσε απ’ αυτήν την περιοχή κι εγώ μόνο μια φορά βρέθηκα κάτω απ’ το δυτικό τοίχο της Μόρια κι από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια.

» Εκεί βρίσκεται, είπε, δείχνοντας μακριά νοτιοανατολικά εκεί που οι πλαγιές των βουνών έπεφταν κατακόρυφες στις σκιές στα πόδια τους.

Από μακριά μπορούσαν να μισοδιακρίνουν μια σειρά γυμνούς λόφους κι ανάμεσά τους. ψηλότερος απ’ όλους, ένας μεγάλος γκρίζος τοίχος.

— Όταν φύγαμε απ’ το πέρασμα σας οδήγησα νότια κι όχι πίσω εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, όπως μερικοί από σας μπορεί να προσέξατε. Και καλά έκανα, γιατί τώρα έχουμε αρκετά μίλια λιγότερα να κάνουμε και πρέπει να βιαστούμε. Εμπρός, πάμε!

— Λεν ξέρω τι να ελπίζω, είπε ο Μπορομίρ σκυθρωπά: να βρει ο Γκάνταλφ αυτό που γυρεύει ή να φτάσουμε στο βράχο και να βρούμε τις πύλες χαμένες για πάντα. Και τα δυο είναι το ένα χειρότερο απ’ τ’ άλλο και το πιο πιθανό είναι να παγιδευτούμε ανάμεσα στους λύκους και στον τοίχο. Εμπρός, οδήγησε μας!

Ο Γκίμλι τώρα πήγαινε μπροστά στο πλευρό του μάγου, τόσο ανυπόμονος ήταν να φτάσει στη Μόρια. Μαζί οδήγησαν την Ομάδα πίσω κατά τα βουνά. Ο μοναδικός δρόμος της παλιάς Μόρια απ’ τη δύση πήγαινε παράλληλα με την κοίτη ενός μικρού ποταμιού, του Σιράνον, που ξεκινούσε απ’ τις ρίζες των λόφων κοντά εκεί που βρίσκονταν οι πόρτες. Αλλά ή ο Γκάνταλφ πήγαινε λάθος ή η γη είχε αλλάξει τα τελευταία χρόνια· γιατί δε βρήκε το ποτάμι εκεί που το γύρευε, λίγα μίλια νοτιότερα από εκεί που ξεκίνησαν.

Το πρωί έφευγε και πλησίαζε το μεσημέρι κι ακόμα η Ομάδα πλανιόταν και σκαμπανέβαζε σε μια άγονη περιοχή όλο κόκκινες πέτρες. Πουθενά δεν μπορούσαν να διακρίνουν νερό να γυαλίζει ή το θόρυβό του. Τα πάντα ήταν έρημα και στεγνά. Οι καρδιές τους βούλιαξαν. Δεν έβλεπαν κανένα ζωντανό πλάσμα· και ούτε ένα πουλί δεν πετούσε στον ουρανό· αλλά κανείς δεν τολμούσε να σκεφτεί τι θα έφερνε η νύχτα, αν τους έβρισκε σ’ αυτή τη χαμένη γη.