Выбрать главу

— Ξαφνικά, ο Γκίμλι, που είχε περάσει μπροστά, τους φώναξε, Στεκόταν σ’ ένα μικρό υψωματάκι κι έδειχνε προς τα δεξιά. Βιάστηκαν ν’ ανεβούν κι είδαν από κάτω ένα βαθύ και στενό κανάλι. Ήταν άδειο και σιωπηλό και λίγο νερό μόλις κυλούσε ανάμεσα απ’ τις καφετιές και κόκκινες πέτρες της κοίτης του· αλλά στην από δω μεριά υπήρχε ένα μονοπάτι, πολύ κομματιασμένο και φαγωμένο, που στριφογύριζε ανάμεσα στους ερειπωμένους τοίχους και στις πλάκες κάποιου αρχαίου δημόσιου δρόμου.

— Α! Να το, επιτέλους! είπε ο Γκάνταλφ. Εδώ έτρεχε το ποταμάκι: ο Σιράνον. το ρυάκι της Πύλης όπως συνήθιζαν να το λένε. Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τι έγινε το νερό· έτρεχε μ’ ορμή και πολύ θόρυβο. Ελάτε! Πρέπει να βιαστούμε. Έχουμε αργήσει.

Η Ομάδα ήταν κουρασμένοι και τα πόδια τους πονούσαν· αλλά συνέχισαν να βαδίζουν με κόπο κι επιμονή στο ανώμαλο μονοπάτι για μίλια. Ο ήλιος πέρασε το μεσημέρι κι άρχισε να γέρνει δυτικά. Ύστερα από ένα σύντομο σταθμό κι ένα βιαστικό γεύμα, πήραν το δρόμο πάλι. Μπροστά τα βουνά τους κοίταζαν συνοφρυωμένα, αλλ’ ο δρόμος τους ακολουθούσε ένα βαθύ φαράγγι και μπορούσαν να δουν μόνο τις ψηλότερες ράχες και τις μακρινές ανατολικές κορφές. Τέλος, έφτασαν σε μια απότομη στροφή. Εκεί ο δρόμος, που πήγαινε νότια ανάμεσα στην όχθη του καναλιού και σ’ ένα απόκρημνο φαράγγι απ’ την άλλη, έστριβε και πήγαινε πάλι ίσια στην ανατολή. Στρίβυντας είδαν μπροστά τους ένα χαμηλό απόκρημνο τοίχο, κάπου πέντε οργιές ύψος με την κορφή σπασμένη κι οδοντωτή. Λίγο νερά έσιαζε από μια φαρδιά εγκοπή που έδειχνε να έχει σχηματιστεί από κάποιον καταρράκτη που κάποτε ήταν ορμητικός και γεμάτος. — Και βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα! είπε, ο Γκάνταλφ. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην αναγνωρίσω αυτό το μέρος. Αυτό εδώ είναι ό,τι απομένει απ’ τους Καταρράκτες με τα Σκαλοπάτια. Αν θυμάμαι καλά, είχε σκαλοπάτια πελεκημένα στο βράχο πλάι. αλλά ο κυρίως δρόμος έστριβε αριστερά κι απομακρυνόταν παίρνοντας αρκετές στροφές κι έφτανε στο ίσιωμα στην κορυφή. Υπήρχε μια ρηχή κοιλάδα πίσω από τον καταρράκτη που έφτανε ίσια με τους Τοίχους της Μόρια κι ο Σιράνον τη διάσχιζε με το δρόμο στο πλευρό του. Πάμε να δούμε πώς είναι τα πράγματα τώρα!

Βρήκαν τα πέτρινα σκαλοπάτια χωρίς δυσκολία κι ο Γκίμλι τινάχτηκε μπροστά και τ’ ανέβηκε γρήγορα με τον Γκάνταλφ και το Φρόντο πίσω του. Σαν έφτασαν στην κορφή είδαν πως δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα κι ο λόγος που είχε στερέψει το ποταμάκι της Πύλης τους φανερώθηκε. Πίσω τους ο Ήλιος που έπεφτε γέμιζε το δροσερό ουρανό της δύσης με αστραφτερό χρυσάφι. Μπροστά τους απλωνόταν μια σκοτεινή, ακίνητη λίμνη. Ούτε ο ουρανός ούτε το ηλιοβασίλεμα δεν αντανακλούσαν στη σκυθρωπή της επιφάνεια. Είχαν φτιάξει φράγμα στο Σιράνον κι όλη η κοιλάδα είχε πλημμυρίσει. Πέρα απ’ το απειλητικό νερό υψώνονταν, στο φως που έσβηνε, τεράστιοι βράχοι σαν χλωμά κι αγριωπά πρόσωπα: τελευταίοι κι απροσπέραστοι. Ο Φρόντο δεν μπορούσε να δει το παραμικρό σημάδι πύλης ή εισόδου ή σκίσιμο ή χαραματιά στους συνοφρυωμένους βράχους. — Εκεί πέρα είναι οι Τοίχοι της Μόρια, είπε ο Γκάνταλφ, δείχνοντας αντίπερα πάνω απ’ το νερό. Κι εκεί μια φορά στεκόταν η Πύλη, η Ξωτικόπορτα, εκεί είναι το τέλος του δρόμου απ’ το Χόλιν απ’ όπου έχουμε έρθει. Αλλ’ αυτός ο δρόμος έχει φραχτεί. Κανείς, φαντάζομαι, απ’ την Ομάδα δε θα έχει διάθεση να κολυμπήσει σ’ αυτό το θλιβερό νερό τώρα που η μέρα τελειώνει. Η όψη του είναι αρρωστημένη.

— Πρέπει να βρούμε δρόμο γύρω γύρω απ’ τη βορινή όχθη, είπε ο Γκίμλι. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει η Ομάδα είναι να ανεβούμε το κυρίως μονοπάτι και να δούμε πού θα μας βγάλει. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η λίμνη, δε θα μπορούσαμε ν’ ανεβάσουμε το φορτωμένο πόνυ απ’ αυτές τις σκάλες.

— Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να πάρουμε το φτωχό το ζωντανό μέσα στα Ορυχεία, είπε ο Γκάνταλφ. Ο δρόμος κάτω απ’ τα βουνά είναι δρόμος σκοτεινός κι υπάρχουν μέρη που είναι στενά κι απόκρημνα που δεν μπορεί να τα περάσει, ακόμα κι αν τα καταφέρουμε εμείς,

— Κακόμοιρε, γερο-Μπιλ! είπε ο Φρόντο. Αυτό δεν το ’χα σκεφτεί. Και κακόμοιρε, Σαμ! Τι θα πει, άραγε;

— Λυπάμαι, είπε ο Γκάνταλφ. Ο κακόμοιρος ο Μπιλ αποδείχτηκε χρήσιμος σύντροφος και δε μου πάει ούτε κι εμένα να τον εγκαταλείψω τώρα. Εγώ θα προτιμούσα να ταξίδευα πιο ελαφρά και να μην έπαιρνα ζώο και, βέβαια, όχι αυτό που αγαπάει ο Σαμ, αν αυτό εξαρτιόταν από μένα. Γιατί απ’ την αρχή φοβόμουν πως θ’ αναγκαζόμασταν να πάρουμε αυτό το δρόμο.

Η μέρα πλησίαζε στο τέλος της και τα κρύα αστέρια αναβόσβηναν στον ουρανό πάνα) απ’ το ηλιοβασίλεμα, όταν η Ομάδα, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, σκαρφάλωσαν τις πλαγιές κι έφτασαν στην όχθη της λίμνης. Το φάρδος της δε φαινόταν να είναι παραπάνω από τετρακόσιες ή εξακόσια γυάρδες στο πιο φαρδύ σημείο. Το πόσο απλωνόταν νότια όμως δεν μπορούσαν να δουν γιατί το φως χανόταν· αλλά η βορινή της άκρη δεν ήταν παραπάνω από μισό μίλι απ’ εκεί που στέκονταν κι ανάμεσα στις πέτρινες ράχες που περικύκλωναν την κοιλάδα και την άκρη του νερού σεηρχε μια κορδέλα στεγνής γης. Προχώρησαν βιαστικά γιατί είχαν ακόμα ένα δυο μίλια να βαδίσουν πριν φτάσουν στην απέναντι όχθη στο σημειο που ήθελε ο Γκάνταλφ· κι. ύστερα έπρεπε να βρούνε και τις πόρτες. Σαν έφτασαν στην πιο βορινή άκρη της λίμνης βρήκαν ένα μακρόστενα κόλπο να τους κόβει το δρόμο. Τα νερά του ήταν πράσινα και βουρκωμένα κι απλωνόταν σαν ένα αηδιαστικό χέρι κατά τους λόφους που υψώνονιαν γύρω. Ο Γκίμλι προχώρησε μπροστά δίχως να διστάσει και βρήκε πως το νερό ήταν ρηχό, όχι πιο πάνω απ’ τη γάμπα στην άκρη άκρη. Μπήκαν στη γραμμή πίσω του, βαδίζοντας προσεκτικά γιατί μες στις χορταριασμενες λακκούβες κρύβονταν γλιστερές και γλιτσιασμένες πέτρες κι ήταν επικίνδυνες. Ο Φρόντο ανατρίχιασε αηδιασμένος στο άγγιγμα του σκοτεινου κι ακάθαρτου νερού στα πόδια του.