Выбрать главу

Ήταν παρόντες πολλοί Μπάγκινς και Μπόφιν και Τουκ και Μπράντιμπακ και Μπόλγκερ. Ήταν διάφοροι Σκαλιστές (συγγενείς της γιαγιάς του Μπίλμπο Μπάγκινς), διάφοροι Στρογγυλοπρόσωποι (συγγενείς του παππού του τού Τουκ), μερικοί διαλεγμένοι Τρυπωτές, Ζωστοί, Ασβόσπιτοι, Καλόψυχοι, Σαλπιστές, Μεγαλοπόδαροι. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν μακρινοί συγγενείς του Μπίλμπο και μερικοί δεν ξανάχαν έρθει στο Χόμπιτον, γιατί ζούσαν σε απόμακρες περιοχές του Σάιρ. Οι Σάκβιλ-Μπάγκινς δεν ήταν ξεχασμένοι. Ο Όθο κι η γυναίκα του η Λομπέλια ήταν παρόντες. Αντιπαθούσαν τον Μπίλμπο κι απεχθάνονταν το Φρόντο, αλλά η κάρτα με την πρόσκληση ήταν τόσο μεγαλόπρεπη, γραμμένη με χρυσό μελάνι, που τους στάθηκε αδύνατο ν’ αρνηθούν. Εκτός τούτου, ο ξάδελφος του Μπίλμπο, χρόνια τώρα, ειδικευόταν στη μαγειρική και η κουζίνα του ήταν φημισμένη.

Όλοι οι εκατόν σαράντα τέσσερις καλεσμένοι περίμεναν ένα ευχάριστο γεύμα, αν και φοβόντουσαν λιγάκι το λόγο του οικοδεσπότη μετά το φαγητό (κάτι που ήταν απαραίτητο). Υπήρχαν πολλές πιθανότητες ν’ αρχίσει να λέει ποιήματα και μερικές φορές, μετά από κανένα-δυο ποτηράκια, άρχιζε να μιλάει για θεότρελες περιπέτειες του μυστηριώδους ταξιδιού του. Οι καλεσμένοι δεν έμειναν απογοητευμένοι: το τραπέζι ήταν πολύ ευχάριστο, ήταν πραγματικά μια διασκέδαση που σε απορροφούσε: πλούσια, άφθονη, με μεγάλη ποικιλία και διάρκεια. Οι αγορές τροφίμων έπεσαν σχεδόν στο μηδέν σ’ όλη την περιοχή τη βδομάδα που ακολούθησε, αλλά επειδή οι παραγγελίες του Μπίλμπο είχαν αδειάσει τ’ αποθέματα απ’ τα πιο πολλά μαγαζιά, κελάρια κι αποθήκες για μίλια γύρω, αυτό δεν πείραξε και πολύ.

Μετά το συμπόσιο (λίγο ως πολύ) ακολούθησε ο Λόγος. Οι πιο πολλοί της παρέας όμως βρίσκονταν σε βολική διάθεση, στο απολαυστικό εκείνο στάδιο, που το ’λεγαν «το γέμισμα στις γωνίες». Ρουφούσαν τ’ αγαπημένα τους ποτά και μασουλούσαν τις αγαπημένες τους λιχουδιές κι οι φόβοι τους ήταν ξεχασμένοι. Ήταν προετοιμασμένοι ν’ ακούσουν οτιδήποτε και να χειροκροτήσουν έπειτα από κάθε τελεία.

Αγαπητοί μου Καλεσμένοι, άρχισε ο Μπίλμπο, αφού σηκώθηκε απ’ τη θέση του.

— Ησυχία, ησυχία, ησυχία, φώναξαν και συνέχισαν να φωνάζουν όλοι μαζί, λες κι ήταν απρόθυμοι ν’ ακολουθήσουν την ίδια τους τη συμβουλή.

Ο Μπίλμπο άφησε τη θέση του και πήγε κι ανέβηκε όρθιος πάνω σε μια καρέκλα κάτω απ’ το κατάφωτο δέντρο. Το φως απ’ τα φαναράκια έπεφτε στο πρόσωπό του, που ακτινοβολούσε· τα χρυσά του κουμπιά άστραφταν στο κεντημένο του μεταξωτό γιλέκο· όλοι μπορούσαν να τον δουν να στέκεται και να κουνάει το ένα χέρι στον αέρα, το άλλο ήταν στην τσέπη του παντελονιού του.

Αγαπητοί μου Μπάγκινς και Μπόφιν, άρχισε πάλι· και αγαπητοί μου Τουκ, Μπράντιμπακ και Μπόλγκερ· και Σκαλιστές και Στρογγυλοπρόσωποι, Τρυπωτέζ και Σαλπιστές και Ζωστοί, Καλόψυχοι, Ασβόσπιτοι και Μεγαλοπόδαροι.

— Μεγαλοποδαράτοι! φώναξε ένας γηραλέος χόμπιτ απ’ το πίσω μέρος του αντίσκηνου.

Τ’ όνομά του φυσικά ήταν Μεγαλοπόδαρος και του άξιζε πέρα ως πέρα. Τα πόδια του ήταν μεγάλα και ιδιαίτερα μαλλιαρά και τα ’χε και τα δυο πάνω στο τραπέζι.

Μεγαλοπόδαροι, ξανάπε ο Μπίλμπο. Επίσης, καλοί μου Σάκβιλ-Μπάγκινς, που σας καλωσορίζω ξανά επιτέλους στο Μπαγκ Εντ. Σήμερα κλείνω τα εκατον έντεκα.

Ζήτω! Ζήτω! Χρόνια Πολλά, φώναξαν κι άρχισαν να χτυπούν χαρούμενα τα τραπέζια.

Ο Μπίλμπο τα πήγαινε θαυμάσια. Αυτά που έλεγε ήταν ό,τι έπρεπε: λίγα και συνηθισμένα.

Ελπίζω ότι όλοι σας διασκεδάζετε όσο κι εγώ.

Οι ζητωκραυγές έγιναν εκκωφαντικές. Ακούστηκαν φωνές Ναι (και Όχι). Έγινε φασαρία με τρουμπέτες και αυλούς και σουραύλια και φλάουτα κι άλλα μουσικά όργανα. Γιατί, όπως είπαμε, ήταν ένα σωρό μικροί χόμπιτ παρόντες. Έριχναν εκατοντάδες μουσικές τρακατρούκες. Οι πιο πολλές απ’ αυτές είχαν τη σφραγίδα ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ απάνω τους· αυτή δεν έλεγε πολλά στους πιο πολλούς απ’ τους χόμπιτ, όλοι όμως συμφωνούσαν πως οι τρακατρούκες ήταν θαυμάσιες. Είχαν μέσα τους μουσικά όργανα, μικρά, αλλά τέλεια κατασκευασμένα, με ωραίους τόνους. Καν σε μια γωνιά μερικοί νεαροί Τουκ και Μπράντιμπακ, υποθέτοντας πως ο θείος Μπίλμπο είχε τελειώσει (αφού είχε πει όλα όσα ήταν αναγκαία), έφτιαξαν μια αυτοσχέδια ορχήστρα κι άρχισαν ένα χαρούμενο χορευτικό σκοπό. Ο νεαρός κύριος Έβεραρντ Τουκ και η Δεσποινίς Μέλιτοτ Μπράντιμπακ ανέβηκαν σ’ ένα τραπέζι και με κουδούνια στα χέρια τους άρχισαν να χορεύουν το Σπρινγκλ-Ρινγκ: έναν ωραίο, αλλά λιγάκι ζωηρό, χορό.

Ο Μπίλμπο όμως δεν είχε τελειώσει. Αρπάζοντας μια καραμούζα από έναν πιτσιρικά εκεί δίπλα, σφύριξε τρεις φορές δυνατά. Ο σαματάς έκοψε.