Выбрать главу

Την ώρα που ο Σαμ, ο τελευταίος της Ομάδας, οδηγούσε τον Μπιλ ταη στεριά, στην απέναντι μεριά, ακούστηκε ένας μαλακός θόρυβος: ένα δουσούρισμα κι έπειτα ένα πλοπ, λες και κάποιο ψάρι να είχε ταράξει την ακίνητη επιφάνεια του νερού. Γυρίζοντας τα κεφάλια πίσω γρήγορα είδαν σκοτεινιασμένους κύκλους στο φως που λιγόστευε: μεγάλα δαχτυλίδια του απλώνονταν προς τα έξω με κέντρο ένα σημείο της λίμνης πέρα ματριά. Ακούστηκαν μερικά γουργουρητά κι έπειτα σιωπή. Το λυκόφωτο βά-θαινε και οι τελευταίες αναλαμπές του ήλιου που είχε δύσει κρύφτηκαν δια σύννεφα.

Ο Γκάνταλφ τώρα πήγαινε τρέχοντας σχεδόν κι οι άλλοι τον ακολουθούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Έφτασαν στο στενό κομμάτι της στεριάς ανάμεσα στη λίμνη και στους λόφους: ήταν πολύ στενό, συχνά δύτε δώδεκα γυάρδες φάρδος και δυσκολοπερπάτητο από πεσμένους βράχους και πέτρες· αλλά κατάφεραν να βρουν ένα πέρασμα, πηγαίνοντας κολλητά στο βράχο κι όσο πιο μακριά μπορούσαν απ’ το σκοτεινό νερό. Ένα μίλι πιο νότια κατά μήκος της παραλίας συνάντησαν κάτι πουρνάρια. Κάτι κουτσουρεμένοι κορμοί και κλαδιά σάπιζαν στα ρηχά. Μάλλον θα ήταν τ’ απομεινάρια από παλιά σύδεντρα ή κάποιο φράχτη από πουρνάρια, που κάποτε έφραζαν δεξιά κι αριστερά το δρόμο καθώς διέσχιζε την πλημμυρισμένη κοιλάδα. Αλλά κοντά στο βράχο υψώνονταν, δυνατά κι ολοζώντανα ακόμα, δυο ψηλά δέντρα, μεγαλύτερα από κάθε πουρνάρι που ο Φρόντο είχε ποτέ του δει ή φανταστεί. Οι μεγάλες τους ρίζες απλώνονταν απ’ τον τοίχο ως το νερό. Με τους βράχους που υψώνονταν πάνωθέ τους έμοιαζαν σκέτοι θάμνοι, όταν τους έβλεπες από μακριά απ’ την κορφή της Σκάλας· τώρα όμως ανέβαιναν πάνω απ’ τα κεφάλια τους, αλύγιστα, σκοτεινά και σιωπηλά, ρίχνοντας νυχτοσκιές γύρω απ’ τα πόδια τους, στητοί φρουροί, κολόνες στο τέλος του δρόμου.

— Λοιπόν, να ’μαστε επιτέλους! είπε ο Γκάνταλφ. Εδώ τελείωνε ο Ξωτικόδρομος απ’ το Χόλιν. Το πουρνάρι ήταν το σύμβολο του λαού της χώρας εκείνης και το φύτεψαν εδώ για να σημαδέψουν το τέλος της επικράτειάς τους· γιατί η Δυτική Πύλη φτιάχτηκε κυρίως για να τη χρησιμοποιούν στην επικοινωνία τους με τους Άρχοντες της Μόρια. Εκείνες οι μέρες ήταν πιο ευτυχισμένες, τότε που υπήρχε ακόμα στενή φιλία μερικές φορές ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς, ακόμα κι ανάμεσα σε Νάνους και σε Ξωτικά.

— Δεν έφταιγαν οι Νάνοι που η φιλία έσβησε, είπε ο Γκίμλι.

— Δεν άκουσα ποτέ πως το φταίξιμο ήταν των Ξωτικών, είπε ο Λέγκολας.

— Εγώ τα έχω ακούσει και τα δυο, είπε ο Γκάνταλφ· και δε θα βγάλω απόφαση τώρα. Αλλά σας παρακαλώ και τους δυο. Λέγκολας και Γκίμλι, να είστε φίλοι τουλάχιστον και να με βοηθήσετε. Σας χρειάζομαι και τους δύο. Οι πόρτες είναι κλειστές και κρυμμένες κι όσο πιο γρήγορα τις βρούμε τόσο το καλύτερο. Η νύχτα έφτασε! Γυρίζοντας στους άλλους είπε:

— Όσο που εγώ θα ψάχνω, θα ετοιμαστεί ο καθένας σας για να μπούμε στα Ορυχεία; Γιατί εδώ, φοβάμαι, πως θα πρέπει ν’ αποχαιρετίσουμε το υποζύγιό μας. Πρέπει ν’ αφήσετε πολλά απ’ τα πράγματα που φέρατε για τον κακό καιρό: δε θα σας χρειαστούν μέσα, ούτε, ελπίζω, όταν θα βγούμε στην άλλη πλευρά και ταξιδεύουμε κατά το Νοτιά. Θα πρέπει όμως ο καθένας μας να πάρει μερτικό απ’ αυτά που κουβαλούσε το πόνυ, ιδιαίτερα τα τρόφιμα και τ’ ασκιά με το νερό.

— Μα δεν μπορείς ν’ αφήσεις τον κακομοίρη το γερο-Μπιλ εδώ σ’ αυτό το έρημο μέρος, κύριε Γκάνταλφ! φώναξε ο Σαμ, θυμωμένος και στενοχωρημένος. Δε συμφωνώ, και μη νομίζετε πως θ’ αλλάξω γνώμη. Ύστερα από τόσο δρόμο που έχει έρθει μαζί μας!

— Λυπάμαι, Σαμ, είπε ο μάγος. Αλλά σαν ανοίξει η Πόρτα δε νομίζω πως θα μπορέσεις ούτε σπρώχνοντας να βάλεις μέσα τον Μπιλ σου στο ατέλειωτο σκοτάδι της Μόρια.