Выбрать главу

— Θ’ ακολουθούσε τον κύριο Φρόντο και σε φωλιά δράκου αν τον οδηγούσα εγώ. διαμαρτυρήθηκε ο Σαμ. Είναι σαν να τον δολοφονούμε αν τον εγκαταλείψουμε εδώ μ’ όλους αυτούς τους λύκους τριγύρω.

— Όχι δα, δε θέλω να το πιστεύω, είπε ο Γκάνταλφ.

Ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του πόνυ και μίλησε χαμηλόφωνα:

— Πήγαινε με λόγια προστασίας και καθοδήγησης μαζί σου, είπε. Είσαι σοφό ζωντανό κι έχεις μάθει κολλά στο Σκιστό Λαγκάδι. Να πηγαίνεις απ’ εκεί που μπορείς να βρεις χορτάρι ώσπου, με τον καιρό, να φτάσεις στο σπίτι του Έλροντ, ή όπου αλλού θέλεις να πας.

Ορίστε, Σαμ! Τώρα θα έχει τόσες πιθανότητες να γλιτώσει απ’ τους λύκους και να γυρίσει σπίτι όσες κι εμείς.

Ο Σαμ στεκόταν μουτρωμένος πλάι στο πόνυ και δεν έδινε απάντηση. Ο Μπιλ. που φαινόταν να καταλαβαίνει καλά τι γινόταν, άρχισε να τον μυρίζεται κι έβαλε τη μύτη του στ’ αυτί τού Σαμ. Ο Σαμ ξέσπασε σε κλάματα κι άρχισε στα τυφλά να ξελύνει τα λουριά και να ξεφορτώνει τα δέματα απ’ το πόνυ και να τα ρίχνει κάτω. Οι άλλοι τα ξεδιάλεξαν κάνοντας σωρό αυτά που θ’ άφηναν πίσω και μοιράζοντας τα υπόλοιπα.

Σαν τέλειωσαν, γύρισαν να δουν τον Γκάνταλφ. Δε φαινόταν να έχει κάνει τίποτα. Στεκόταν ανάμεσα στα δυο δέντρα και κοίταζε με προσοχή τον άδειο τοίχο του βράχου, λες και θα του άνοιγε καμιά τρύπα με τα μάτια του. Ο Γκίμλι πήγαινε πέρα δώθε χτυπώντας το βράχο εδώ κι εκεί με το πελέκι του. Ο Λέγκολας ήταν κολλημένος πάνω στην πέτρα, λες κι αφουγκραζόταν.

— Λοιπόν, να ’μαστε όλοι έτοιμοι, είπε ο Μέρι· αλλά πού είναι οι Πόρτες; Δεν μπορώ να δω ούτε ίχνος απ’ αυτές.

— Οι Πόρτες των νάνων δεν είναι φτιαγμένες για να φαίνονται σαν είναι κλειστές, είπε ο Γκίμλι. Είναι αόρατες. Ακόμα και τ’ αφεντικά τους δεν μπορούν να τις βρουν ή να τις ανοίξουν, αν ξεχαστεί το μυστικό τους.

— Αλλά τούτη εδώ η Πόρτα δε φτιάχτηκε για να ξέρουν το μυστικό της μονο οι Νάνοι, είπε ο Γκάνταλφ, που ζωντάνεψε ξαφνικά και γύρισε πίσω. Εκτός κι αν έχουν αλλάξει τελείως τα πράγματα, τα μάτια που ξέρουν τι να γυρέψουν μπορεί ν’ ανακαλύψουν τα σημάδια.

Πήγε κατά τον τοίχο. Ακριβώς ανάμεσα στις σκιές των δέντρων υπήρχε μια λεία επιφάνεια. Πάνω της πέρασε τα χέρια του πέρα δώθε, μουρμουρίζοντας λέξεις σιγανά. Έπειτα πισωπάτησε.

— Λείτε! είπε. Μπορείτε να δείτε τίποτα τώρα;

Το Φεγγάρι έλαμπε πάνω στο σταχτί πρόσωπο του βράχου· μα, για κάμποση ώρα, δεν μπορούσαν να δουν τίποτ’ άλλο. Έπειτα, αργά αργά, εκεί που είχαν περάσει τα χέρια του μάγου, φάνηκαν κάτι αμυδρές γραμμες, παν λεπτές φλέβες από ασήμι που διάτρεχαν το βράχο. Στην αρχή δεν ήταν παρά χλωμές αραχνοκλωστές, τόσο ανεπαίσθητες που λαμπύριζαν κι αναβόσβηναν μόνο εκεί που τις έβλεπε το Φεγγάρι, αλλά σταθερά γίνονταν πιο φαρδιές και ξεκάθαρες μέχρι που μπορούσες να διακρίνεις το σχέδιό τους.

Στην κορφή, όσο ψηλά μπορούσε να φτάσει ο Γκάνταλφ, είχε μια καμαρα από καλλιγραφικά γράμματα στη γραφή των Ξωτικών, Από κάτω, αν και οι φλέβες ήταν τόπους τόπους θαμπές ή σπασμένες, διακρινόταν το σχέδιο ενός αμονιού κι ενός σφυριού που πάνωθέ τους είχαν μια κορόνα με εφτά αστέρια. Κάτω απ’ αυτά πάλι ήταν δυο δέντρα με μισοφέγγαρα. Πιο καθαρά απ’ όλα τ’ άλλα έλαμπε στη μέση της πόρτας ένα μονάχο αστέρι με πολλές ακτίνες.

— Να τα εμβλήματα του Ντούριν! φώναξε ο Γκίμλι.

— Και να και το Δέντρο των Ανώτερων Ξωτικών! είπε ο Λέγκολας. —Και το Άστρο του Οίκου του Φεάνορ, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι φτιαγμένα από ithildin που καθρεφτίζει μόνο το φως των αστεριών και του φεγγαριού και που κοιμάται μέχρι που να το αγγίξει κάποιος και να πει λέξεις που είναι εδώ και πολλά χρόνια τώρα λησμονημένες στη Μέση-Γη. Πάει πολύς καιρός από τότε που τις είχα ακούσει και χρειάστηκε να σκεφτώ βαθιά πριν μπορέσω να τις ξαναφέρω στη μνήμη μου.

— Τι λένε τα γράμματα; ρώτησε ο Φρόντο, που προσπαθούσε ν’ αποκρυπτογραφήσει την επιγραφή στην καμάρα. Νόμιζα πως ξέρω τα γράμματα των Ξωτικών, αλλά αυτά δεν μπορώ να τα διαβάσω.

— Οι λέξεις είναι στη γλώσσα των Ξωτικών της Δύσης της Μέσης-Γης στις Αρχαίες Μέρες, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δε λένε τίποτα που να έχει σημασία για μας. Λένε μονάχα: Οι Πόρτες του Ντούριν, Άρχοντα της Μόρια. Λέγε, φίλε, και προχώρησε. Κι από κάτω μικρά κι αμυδρά είναι γραμμένα: Εγώ, ο Νάρβι, τα έγραψα. Ο Σελεμπρίμορ τον Χόλιν τα σχεδίασε.

— Τι σημαίνει το λέγε, φίλε, και προχώρησε; ρώτησε ο Μέρι.

— Μα είναι αρκετά φανερό, είπε ο Γκίμλι. Αν είσαι φίλος, λέγε τη συνθηματική λέξη και οι πόρτες θ’ ανοίξουν και θα μπορέσεις να προχωρήσεις.

— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, είναι το πιο πιθανό αυτές οι πόρτες να λειτουργούν με λέξεις. Μερικές πόρτες Νάνων ανοίγουν μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες ή μόνο για ορισμένα πρόσωπα· και μερικές έχουν κλειδαριές και κλειδιά που χρειάζονται ακόμα κι όταν οι αναγκαίες συνθήκες και οι συνθηματικές λέξεις είναι γνωστές. Τούτες εδώ οι πόρτες δεν έχουν κλειδί. Τον καιρό του Ντούριν δεν ήταν μυστικές. Συνήθως στέκονταν ανοιχτές κι εδώ κάθονταν θυρωροί. Αλλά ακόμα κι όταν ήταν κλειστές, οποιοσδήποτε ήξερε τη συνθηματική λέξη μπορούσε να την προφέρει και να μπει μέσα. Τουλάχιστον έτσι είναι γραμμένο, έτσι δεν είναι, Γκίμλι;