Выбрать главу

— Ετσι είναι, είπε ο νάνος. Αλλά η συνθηματική λέξη έχει ξεχαστεί. Ο Νάρβι και η τέχνη του κι όλη η γενιά του έχουν σβήσει απ’ τη γη.

— Αλλά εσύ δεν την ξέρεις τη λέξη, Γκάνταλφ; ρώτησε ο Μπορομίρ μ’ έκπληξη.

— Όχι! είπε ο μάγος.

Οι άλλοι στενοχωρέθηκαν· μονάχα ο Άραγκορν, που ήξερε καλά τον Γκάνταλφ, έμεινε σιωπηλός κι ασυγκίνητος.

— Τότε ποιος ο λύγος να μας κουβαλήσεις σε τούτο το καταραμένο μέρος: φώναξε ο Μπορομίρ, ρίχνοντας μια ματιά στο σκοτεινό νερό κι ανατριχιάζοντας. Μας είπες πως είχες μπει μια φορά μέσα στα Ορυχεία. Αλλά πώς τα κατάφερες, αν δεν ήξερες πώς;

— Η απάντηση στην πρώτη σου ερώτηση, Μπορομίρ, είπε ο μάγος, είναι πως δεν ξέρω τη λέξη — προς το παρόν. Θα δούμε όμως σε λίγο. Και, πρόσθεσε και τα μάτια του κάτω απ’ τα πεταχτά του φρύδια άστραψαν, να ρωτάς σε τι χρησιμεύουν οι πράξεις μου μόνο σαν έχουν αποδειχτεί άχρηστες. Όσο για την άλλη σου ερώτηση: δεν πιστεύεις την ιστορία μου; Πού άφησες τα μυαλά σου; Δεν μπήκα απ’ αυτό το δρόμο. Μπήκα απ’ την Ανατολή.

» Κι αν θέλεις να ξέρεις, θα σου πω πως αυτές οι πόρτες ανοίγουν προς τα έξω. Απ’ τη μέσα μεριά μπορείς να τις ανοίξεις διάπλατα με τα χέρια σου. Απέξω όμως τίποτα δεν τις κουνάει εκτός απ’ τη μαγική λέξη που τις κυβερνά. Καμιά δύναμη δεν μπορεί να τις κάνει ν’ ανοίξουν προς τα μέσα.

— Τι θα κάνεις, λοιπόν; ρώτησε ο Πίπιν, που δεν του έκοψαν τη φόρα τα πεταχτά φρύδια του μάγου.

— Θα χτυπήσω τις πόρτες με το κεφάλι σου, Πέρεγκριν Τουκ, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλα αν αυτό δεν τις σπάσει και μ’ αφήσετε ήσυχο απ’ τις ανόητες ερωτήσεις σας, θα ψάξω να βρω τις λέξεις που τις ανοίγουν.

» Κάποτε ήξερα όλες τις μαγικές λέξεις σ’ όλες τις γλώσσες των Ξωτικών, των Ανθρώπων και των Ορκ, που είχαν ποτέ χρησιμοποιηθεί για τέτοιο σκοπό. Κι ακόμα μπορώ να θυμηθώ δέκα ντουζίνες απ’ αυτές χωρίς δυσκολία. Αλλά, νομίζω πως μόνο λίγες δοκιμές θα χρειαστούν· και δε θα χρειαστώ να ζητήσω τη βοήθεια του Γκίμλι για να μου πει λέξεις απ’ την κρυφή γλώσσα των νάνων που δεν τη λένε σε κανένα. Οι λέξεις για ν’ ανοίξει η πόρτα ήταν στη γλώσσα των Ξωτικών, σαν τα γράμματα πάνω στην καμάρα: αυτό φαίνεται σίγουρο.

Πλησίασε το βράχο πάλι κι άγγιξε ελαφρά με το ραβδί του το ασημένιο αστέρι στη μέση κάτω απ’ το σχέδιο με τ’ αμόνι.

Annon edhellen, edro hi ammen! Fennas nogothrim, lasto beth lammen!

είπε με προστακτική φωνή. Οι ασημένιες γραμμές έσβησαν, αλλά ο άδειος γκρίζος βράχος δεν κουνήθηκε.

Πολλές φορές ξανάπε αυτές τις λέξεις με διαφορετική σειρά ή τις άλλαζε. Ύστερα είπε πολλές μονοσύλλαβες Ξωτικο-λέξεις. Τίποτα. Ο βράχος υψωνόταν μες στη νύχτα, τ’ αμέτρητα αστέρια άναψαν, ο αέρας φυσούσε παγωμένος κι οι πόρτες στέκονταν ασάλευτες.

Ξανά ο Γκάνταλφ πλησίασε τον τοίχο και υψώνοντας τα χέρια φώναξε προστακτικά κι όλο πιο θυμωμένα: Edro, edro! ξεφώνισε και χτύπησε το βράχο με το ραβδί του. Άνοιξε, άνοιξε! φώναξε και συνέχισε με την ίδια προσταγή σ’ όλες τις γλώσσες που είχαν ποτέ μιληθεί στα δυτικά της Μεσης-Γης. Μετά πέταξε το ραβδί του στη γη και κάθισε αμίλητος χάμω.

Εκείνη τη στιγμή ο άνεμος έφερε από μακριά στα τεντωμένα τους αυτα τα ουρλιαχτά των λύκων. Ο Μπιλ, το πόνυ, τινάχτηκε φοβισμένος κι ο Σαμ έτρεξε στο πλευρό του κι άρχισε να του ψιθυρίζει σιγανά.

— Μην τον αφήσεις να φύγει! είπε ο Μπορομίρ. Φαίνεται πως θα τον χρειαστούμε ακόμα, αν δε μας βρουν οι λύκοι. Τη μισώ αυτή τη βρομερή λίμνη!

Έσκυψε και παίρνοντας από κάτω μια μεγάλη πέτρα την πέταξε πέρα βαθιά στο σκοτεινό νερό.

Η πέτρα εξαφανίστηκε μ’ ένα μαλακό πλατς, αλλά την ίδια στιγμή ακούστηκε ένα σούσουρο κι ένα χοχλάκισμα. Μεγάλα κυματιστά δαχτυλίδια σχηματίστηκαν στην επιφάνεια εκεί που είχε πέσει η πέτρα και κινήθηκαν αργά προς τα ριζά του βράχου.

— Γιατί το ’κανες αυτό, Μπορομίρ; είπε ο Φρόντο. Κι εμένα δε μ’ αρέσει τούτο δω το μέρος και φοβάμαι. Δεν ξέρω όμως τι: όχι τους λύκους, ούτε το σκοτάδι πίσω από τις πόρτες, μα κάτι άλλο. Φοβάμαι τη λίμνη. Μην την ταράζεις!

— Αχ και να μπορούσαμε να φύγουμε! είπε ο Μέρι.

— Γιατί δεν κάνει κάτι γρήγορα ο Γκάνταλφ; είπε ο Πίπιν.