Выбрать главу

Ο Γκάνταλφ δεν έδινε σημασία σε κανένα. Καθόταν με το κεφάλι σκυφτό είτε από απελπισία είτε από ανήσυχες σκέψεις. Το πένθιμο ουρλιαχτό των λύκων ακούστηκε πάλι. Τα κυματιστά δαχτυλίδια στο νερό μεγάλωσαν κι ήρθαν πιο κοντά· μερικά έσπαγαν κιόλας στην όχθη.

Τόσο ξαφνικά, που όλοι τρόμαξαν, ο μάγος τινάχτηκε όρθιος και γελούσε!

— To βρήκα! φώναξε. Μα φυσικά, βέβαια! Απλούστατα γελοίο, όπως ό-λα τα αινίγματα σαν τους βρεις τη λύση.

Παίρνοντας από κάτω το ραβδί του στάθηκε μπροστά στο βράχο κι είπε με καθαρή φωνή: Mellon!

Το αστέρι έλαμψε για μια στιγμή και χάθηκε ξανά. Έπειτα σιωπηλά διαγράφηκε μια μεγάλη πόρτα, αν και πουθενά πριν δε διακρινόταν ούτε χαραμάδα ούτε ένωση. Αργά χωρίστηκε στη μέση κι άνοιξε προς τα έξω λιγο λίγο, ώσπου και τα δυο φύλλα ακούμπησαν πίσω στο βράχο. Απ’ το άνοιγμα διακρινόταν μια σκοτεινή σκάλα που ανέβαινε απότομα προς τα επάνω· αλλά πέρα απ’ τα πιο χαμηλά σκαλοπάρια το σκοτάδι ήταν πιο βαθύ κι από νύχτα. Η Ομάδα κοίταξαν απορημένοι.

— Τελικά, έκανα λάθος, είπε ο Γκάνταλφ, το ίδιο κι ο Γκίμλι. Απ’ όλους μας, μονάχα ο Μέρι βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Η λέξη για ν’ ανοίξει η πόρτα ήταν γραμμένη στην αψίδα, μπροστά στα μάτια μας! Θα έπρεπε να την είχαμε μεταφράσει: Λέγε «φίλος» και προχώρησε. Έφτανε να πω τη λέξη φίλος στη γλώσσα των Ξωτικών και οι πόρτες θ’ άνοιγαν. Απλούστατο. Πάρα πολύ απλό για έναν πολυδιαβασμένο μάγο σ’ αυτές τις μέρες τις γεμάτες υποψία. Εκείνοι οι καιροί ήταν πιο ευτυχισμένοι. Τώρα όμως πάμε!

Προχώρησε μπροστά κι έβαλε το πόδι του στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι. Αλλά εκείνη τη στιγμή έγιναν πολλά πράγματα. Ο Φρόντο ένιωσε κάτι να τον αρπάζει απ’ τον αστράγαλο κι έπεσε βγάζοντας μια φωνή. Ο Μπίλ το πόνυ χρεμέτισε αγριεμένος απ’ το φόβο και γυρίζοντας το ’βαλε στα πόδια ακολουθώντας την όχθη της λίμνης και χάθηκε στο σκοτάδι. Ο Σαμ τινάχτηκε να τον ακολουθήσει κι έπειτα, ακούγοντας τη φωνή του Φρόντο, γύρισε πίσω ξανά κλαίγοντας και βρίζοντας. Οι υπόλοιποι γύρισαν και είδαν τα νερά της λίμνης να χοχλάζουν, λες κι ένα κοπάδι φίδια να έρχονταν κολυμπώντας απ’ τη νότια άκρη.

Μέσα απ’ το νερό είχε βγει έρποντας μια μακριά στριφτή κεραία· ήταν πράσινη ανοιχτή, υγρή και φωσφόριζε. Η άκρης της, που έμοιαζε με δάχτυλα, είχε αρπάξει το πόδι του Φρόντο και τον έσερνε κατά το νερό. Ο Σαμ τώρα ήταν στα γόνατα και την κομμάτιαζε μ’ ένα μαχαίρι.

Το χέρι-κεραία άφησε το Φρόντο κι ο Σαμ τον τράβηξε πίσω ξεφωνίζοντας βοήθεια. Είκοσι άλλα χέρια βγήκαν έξω κυματιστά. Το σκοτεινό νερό έβραζε και μια απαίσια μυρωδιά απλωνόταν παντού.

— Στην πόρτα! Στις σκάλες! Γρήγορα! φώναξε ο Γκάνταλφ κάνοντας ένα πήδημα πίσω.

Ξυπνώντας τους απ’ τον τρόμο, που λες και τους είχε όλους, εκτός απ’ το Σαμ, ριζώσει εκεί που στέκονταν στη γη, τους έμπασε μέσα.

Μόλις και πρόλαβαν. Ο Σαμ κι ο Φρόντο είχαν ανεβεί μερικά σκαλοπάτια κι ο Γκάνταλφ μόλις κι είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει, όταν οι ψαχουλευτές κεραίες διάσχισαν φιδοσέρνοντας τη στενή παραλία κι άρχισαν να πασπατεύουν το βράχο-τοίχο και τις πόρτες. Μια πέρασε σέρνοντας το κατώφλι, γυαλίζοντας υγρή στο φως των αστεριών. Ο Γκάνταλφ στράφηκε και σταμάτησε. Αν αναλογιζόταν ποια λέξη θα ’κλεινε την πύλη ξανά από μέσα, δε χρειάστηκε. Πολλά ελικοειδή χέρια άρπαξαν τα φύλλα της πόρτας κι απ’ τις δυο μεριές και με δύναμη φοβερή τα γύρισαν. Έκλεισαν μ’ ένα τρανταχτό θόρυβο κι όλο το φως χάθηκε. Φασαρία, λες και κάτι σκιζόταν και κομματιαζόταν, περνούσε πνιχτά μέσ’ απ’ τη βαριά πέτρα.

Ο Σαμ, που ήταν σφιχτοκολλημένος στο χέρι του Φρόντο, έπεσε πάνω σ’ ένα σκαλί μες στο μαύρο σκοτάδι.

— Καημένε μου Μπιλ, είπε με πνιγμένη φωνή. Καημενούλη μου Μπιλ! Λύκοι και φίδια! Αλλά τα φίδια δεν μπόρεσε να τ’ αντέξει. Έπρεπε να διαλέξω, κύριε Φρόντο. Έπρεπε νά ’ρθω μαζί σου.

Ακουσαν τον Γκάνταλφ να ξανακατεβαίνει τα σκαλοπάτια και να σπρώχνει με το ραβδί του τις πόρτες. Η πέτρα αναρρίγησε και τα σκαλιά τρεμούλιασαν, οι πόρτες όμως δεν άνοιξαν.

— Μωρέ. μπράβο! είπε ο μάγος. Το πέρασμα κλείστηκε τώρα πίσω μας και υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να βγούμε έξω — στην άλλη πλευρά των βουνών. Από τους ήχους που ακούσαμε φοβάμαι πως πολλά βράχια και τα δέντρα ξεριζώθηκαν και σωριάστηκαν πάνω στην πύλη. Λυπάμαι, γιατί τα δέντρα ήταν όμορφα και στέκονταν εκεί πολλά χρόνια.

— Ένιωσα πως κάτι φοβερό βρισκόταν κοντά, απ’ τη στιγμή που για πρώτη φορά το πόδι μου άγγιξε το νερό, είπε ο Φρόντο. Τι ήταν αυτό το κλάσμα ή ήταν πολλά;

— Δεν ξέρω. απάντησε ο Γκάνταλφ, αλλά όλα τα χέρια ήταν οδηγημένα από ένα σκοπό. Κάτι έχει βγει σερνάμενο κρυφά ή το έχουν αναγκάσει να βγει απ’ τα μαύρα νερά στα έγκατα των βουνών. Υπάρχουν αρχαιότερα κι απαισιότερα όντα απ’ τους Ορκ στα βάθη του κόσμου.