Δεν είπε φωναχτά όμως τη σκέψη του πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που ζούσε στη λίμνη, είχε αρπάξει το Φρόντο πρώτον απ’ όλη την Ομάδα.
Ο Μπορομίρ άρχισε να μουρμουρίζει μοναχός του. αλλά η αντήχηση των βράχων μεγάλωσε τη φωνή του σαν ένα βραχνό ψίθυρο, που μπορούσαν όλοι ν’ ακούσουν:
Στα βάθη του κόσμου! Και να που για κει τραβάμε παρά τη θέλησή μου. Ποιος θα μας οδηγήσει τώρα σ’ αυτό το μαύρο το σκοτάδι;
— Εγώ, είπε ο Γκάνταλφ, κι ο Γκίμλι θα πηγαίνει στο πλευρό μου. Ακολουθήστε το ραβδί μου!
Όπως ο μάγος προχώρησε μπροστά κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά, σήκωσε το ραβδί του ψηλά κι απ’ την άκρη του βγήκε μια αμυδρή φεγγοβολιά. Η πλατιά σκάλα ήταν γερή και σε πολύ καλή κατάσταση. Μέτρησαν διακόσια σκαλοπάτια, φαρδιά και χαμηλά· στην κορφή βρέθηκαν σ’ ένα τοξοειδή διάδρομο με επίπεδο πάτωμα που οδηγούσε στο σκοτάδι.
Ας καθίσουμε να ξεκουραστούμε και να φάμε κάτι, στο πλατύσκαλο εδώ. μιας και δεν μπορούμε να βρούμε τραπεζαρία! είπε ο Φρόντο.
Είχε αρχίσει να ξεπερνά τον τρόμο του χεριού που τον άρπαξε κι ένιωσε ξαφνικά να πεθαίνει της πείνας.
Όλοι καλοδέχτηκαν την πρόταση· και κάθισαν στα πάνω σκαλιά, ακαθόριστες μορφές στη σκοτεινιά. Αφού έφαγαν, ο Γκάνταλφ έδωσε στον καθένα τους μια τρίτη γουλιά απ’ το μίρουβορ του Σκιστού Λαγκαδιού.
— Δε θα μας κρατήσει πολύ ακόμα, φοβάμαι, είπε, αλλά νομίζω πως μας χρειάζεται ύστερα απ’ το καρδιοχτύπι στην πύλη. Και, εκτός κι έχουμε μεγάλη τύχη, θα το χρειαστούμε όλο όσο μένει πριν δούμε την απέναντι μεριά! Να κάνετε οικονομία και στο νερό! Υπάρχουν πολλά ποτάμια και πηγάδια στα Ορυχεία, αλλά δεν πρέπει να τ’ αγγίξουμε. Μπορεί να μη βρεθεί άλλη ευκαιρία να γεμίσουμε τα ασκιά και τα παγούρια μας μέχρι που να κατεβούμε στη Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα.
— Και πόσο καιρό θα μας πάρει; είπε ο Φρόντο.
— Δεν μπορώ να πω, απάντησε ο Γκάνταλφ. Εξαρτάται από πολλά. Αλλά, αν πάμε κατευθείαν, δίχως ατύχημα και δίχως να χάσουμε το δρόμο μας, θα μας πάρει κάπου τρεις ή τέσσερις πορείες, φαντάζομαι. Δεν μπορεί να είναι λιγότερο από σαράντα μίλια απ’ τη Δυτική-πόρτα ως την Ανατολική-πύλη σε ίσια γραμμή· κι ο δρόμος μπορεί να έχει πολλές στροφές.
Αφού ξεκουράστηκαν λιγάκι, πήραν πάλι το δρόμο. Όλοι βιάζονταν να τελειώσουν το ταξίδι όσο πιο γρήγορα γινόταν κι ήταν πρόθυμοι, αν κι ήταν κουρασμένοι, να περπατήσουν αρκετές ώρες ακόμα. Ο Γκάνταλφ, όπως και πριν, πήγαινε μπροστά. Στο άριστερό του χέρι κρατούσε ψηλά το λαμπερό ραβδί του, που το φως του μόλις και φώτιζε τη γη μπροστά στα πόδια του· στο δεξί κρατούσε το σπαθί του το Γκλάμντρινγκ. Πίσω του ερχόταν ο Γκίμλι. Τα μάτια του γυάλιζαν στο αμυδρό φως όπως γύριζε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά. Πίσω απ’ το νάνο βάδιζε ο Φρόντο κι είχε τραβηγμένο το κοντό σπαθί του, το Κεντρί. Κανένα φως δεν έβγαινε απ’ τις λάμες του Κεντριού ή του Γκλάμντρινγκ· κι αυτό ήταν κάποια παρηγοριά. Γιατί, επειδή ήταν έργα Ξωτικο-σιδεράδων απ’ τις Παλιές Μέρες, αυτά τα σπαθιά έλαμπαν μ’ ένα παγωμένο φως, αν τίποτα Ορκ έκαναν πως πλησιάζουν. Πίσω απ’ το Φρόντο πήγαινε ο Σαμ κι ύστερα ο Λέγκολας, οι νεότεροι χόμπιτ κι ο Μπορομίρ. Τελευταίος, στο σκοτάδι, σκυθρωπός κι αμίλητος βάδιζε ο Άραγκορν.
Ο διάδρομος έκανε μερικές στροφές κι έπειτα άρχισε να κατεβαίνει. Κατηφόριζε σταθερά για πολύ πριν να ισιώσει πάλι. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και πνιγηρή, δεν ήταν όμως βρόμικη και, πότε πότε, ένιωθαν ρεύματα πιο δροσερού αέρα στα πρόσωπά τους, να έρχεται από μισομάντευτα ανοίγματα στους τοίχους. Τέτοια υπήρχαν πολλά. Στο φως της χλωμής αχτίδας του ραβδιού του μάγου, το μάτι του Φρόντο έπιανε σκάλες και καμάρες κι άλλους διαδρόμους και τούνελ, που ανηφόριζαν ή κατηφόριζαν απότομα ή ανοίγονταν αδειανά και μαύρα κι απ’ τις δυο μεριές. Ήταν πολύ μπερδεμένα, δίχως καμιά ελπίδα να τα κρατήσεις στη μνήμη σου.
Ο Γκίμλι πολύ λίγο βοηθούσε τον Γκάνταλφ, αν εξαιρέσουμε το αλύγιστό του θάρρος. Τουλάχιστον αυτόν δεν τον πείραζε, όπως τους περισσότερους απ’ τους άλλους, το σκοτάδι αυτό καθαυτό. Συχνά ο μάγος τον συμβουλευόταν σε σημεία που η εκλογή του δρόμου ήταν αμφίβολη· αλλά πάντα ο Γκάνταλφ είχε την τελευταία λέξη: Τα Ορυχεία της Μόρια ήταν σχανή και περίπλοκα πέρα απ’ τη φαντασία του Γκίμλι, γιου του Γκλόιν, αν κι ήταν νάνος της βουνίσιας-φυλής. Στον Γκάνταλφ οι μακρινές αναμνήσεις ενός παλιού ταξιδιού ήταν τώρα ελάχιστη βοήθεια, αλλ’ ακόμα και στη σκοτεινιά και παρ’ όλες τις στροφές του δρόμου, ήξερε πού ήθελε να πάει και δε δίσταζε, όσο τουλάχιστον υπήρχε κάποιο μονοπάτι που να οδηγεί προς το σκοπό του.
— Μη φοβάστε! είπε ο Άραγκορν. Είχαν σταματήσει περισσότερο απ’ ο,τι συνήθως κι ο Γκάνταλφ κι ο Γκίμλι μουρμούριζαν μαζί· οι άλλοι ήταν μαζεμένοι πίσω, περιμένοντας ανήσυχα.