Μη φοβάστε! Εγώ έχω κάνει πολλά ταξίδια μαζί του, αν κι όχι τόσο σκοτεινά όσο αυτό· και λένε ιστορίες στο Σκιστό Λαγκάδι για μεγαλύτερα κατορθώματά του απ’ όσα έχω δει. Δε θα χάσει το δρόμο — αν υπάρχει μονοπάτι θα το βρει. Μας οδήγησε εδώ μέσα παρά τους φόβους μας, αλλά θα μας οδηγήσει έξω πάλι, ό,τι κι αν του στοιχίσει προσωπικά. Είναι πιο σιγουρος πως θα βρει το δρόμο για το σπίτι σε μια νύχτα πίσσα σκοτάδι παρά οι γάτες της Βασίλισσας Μπερούθιελ.
Ήταν τυχερή η Ομάδα που είχαν τέτοιον οδηγό. Δεν είχαν καύσιμες ύλες ούτε τα μέσα ν’ ανάψουν δαδιά· στην απελπισμένη τους τρεχάλα για τις πόρτες είχαν αφήσει πίσω πολλά πράγματα. Αλλά δίχως καθόλου φως γρήγορα θα τα είχαν βρει σκούρα. Δεν υπήρχαν μόνο πολλοί δρόμοι για να διαλέξουν, αλλά και σε πολλά μέρη είχε τρύπες και παγίδες και σκοτεινό πηγάδια δίπλα στο μονοπάτι που αντηχούσαν καθώς περνούσαν. Είχε σκισίματα κι ανοίγματα στους τοίχους και στο χώμα και πότε πότε ρωγμές παρουσιάζονταν στα πόδια τους μπροστά. Η πλατύτερη ήταν περισσότερο από εφτά πόδια φάρδος και πέρασε αρκετή ώρα ώσπου ο Πίπιν να μαζέψει αρκετό θάρρος για να πηδήσει πάνω απ’ το φοβερό χάσμα. Από κάτω βαθιά ερχόταν η βουή από ταραγμένα νερά, λες και κάποιος τροχός μύλου να δούλευε στα βάθη.
Σκοινί! μουρμούρισε ο Σαμ. Το ’ξερα εγώ πως θα το χρειαζόμουν, αν δεν το ’χα!
Κι όπως αυτοί οι κίνδυνοι γίνονταν ολοένα και συχνότεροι, η πορεία τους γινόταν αργότερη. Τους φαινόταν κιόλας πως πήγαιναν κι όλο πήγαιναν ασταμάτητα στα έγκατα του βουνού. Και μόλο που ήταν ψόφιοι στην κούραση, δεν τους ανακούφιζε η σκέψη να σταματήσουν κάπου. Τα κέφια του Φρόντο είχαν φτιάξει για λίγο ύστερα απ’ το γλιτωμό του κι ύστερα απ’ το φαΐ και τη ρουφηξιά απ’ το ποτό· αλλά τώρα μια βαθιά ανησυχία, που γινόταν φόβος, τον κυρίεψε πάλι. Μόλο που είχε θεραπευτεί στο Σκιστό Λαγκάδι απ’ το χτύπημα του μαχαιριού, η άγρια εκείνη πληγή δεν είχε περάσει δίχως ν’ αφήσει τίποτα. Οι αισθήσεις του είχαν γίνει οξύτερες και αντιλαμβανόταν πράγματα που δεν μπορούσαν να τα δουν άλλοι. Ένα σημάδι της αλλαγής που γρήγορα πρόσεξε ήταν πως μπορούσε να δει περισσότερο στο σκοτάδι απ’ ό,τι οι άλλοι του σύντροφοι, εκτός ίσως απ’ τον Γκάνταλφ. Κι οπωσδήποτε ήταν ο Δαχτυλιδο-κουβαλητή ς. Το Δαχτυλίδι κρεμόταν απ’ την αλυσίδα του πάνω στο στήθος του και μερικές φορές έμοιαζε βαρύ φορτίο. Ένιωθε με βεβαιότητα την παρουσία κακού μπροστά και κακού πίσω να τους ακολουθεί· αλλά δεν έλεγε τίποτα. Χούφτιασε σφιχτότερα τη λαβή του σπαθιού του και συνέχισε πεισματάρικα να προχωρεί.
Η Ομάδα πίσω του σπάνια μιλούσαν και τότε μόνο με βιαστικά ψιθυρίσματα. Δεν ακουγόταν άλλος θόρυβος εκτός απ’ τα πόδια τους· ο σκληρός χτύπος απ’ τις μπότες του Γκίμλι· το βαρύ πάτημα του Μπορομίρ· τ’ ανάλαφρα βήματα του Λέγκολας· το μαλακό, που μόλις ακουγόταν, γοργοπερπάτημα των χομπιτοποδιών και στο τέλος αργά και σταθερά τα πατήματα του Άραγκορν με τις μεγάλες δρασκελιές. Σα σταματούσαν για μια στιγμή δεν άκουγαν απολύτως τίποτα, εκτός πότε πότε το ανεπαίσθητο κύλισμα ή στάξιμο κάποιου αόρατου νερού. Όμως ο Φρόντο άρχισε ν’ ακούει, ή να φαντάζεται πως ακούει, κάτι άλλο: το περπάτημα μαλακών γυμνών ποδιών. Δεν ήταν ποτέ ούτε αρκετά δυνατό ούτε αρκετά κοντά για να είναι σίγουρος πως τ’ άκουσε- αλλά από τότε που είχε αρχίσει ποτέ δε σταματούσε όσο που η Ομάδα προχωρούσε. Αλλά δεν ήταν αντίλαλος, γιατί μόλις σταματούσαν αυτό προχωρούσε λίγο μόνο του κι έπειτα έπαυε.
Η νύχτα είχε πέσει όταν μπήκαν στα Ορυχεία. Και προχωρούσαν αρκετές ώρες με σύντομες μόνο διακοπές, όταν ο Γκάνταλφ βρήκε την πρώτη σοβαρή του δυσκολία. Μπροστά του βρισκόταν ένα φαρδύ σκοτεινό άνοιγμα που διακλαδιζόταν σε τρεις διαδρόμους. Όλοι οδηγούσαν στην ίδια γενική κατεύθυνση, ανατολικά· αλλά ο αριστερός διάδρομος κατηφόριζε ενώ ο δεξιός ανηφόριζε και ο μεσιανός φαινόταν να συνεχίζει, ομαλός κι επίπεδος, αλλά πολύ στενός.
— Δε θυμάμαι τούτο το μέρος καθόλου! είπε ο Γκάνταλφ, στέκοντας αβέβαια κάτω απ’ την καμάρα. Σήκωσε ψηλά το ραβδί του με την ελπίδα μήπως βρει τίποτα σημάδια ή καμιά επιγραφή που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να διαλέξει: τίποτα τέτοιο όμως δε φαινόταν.
— Είμαι πολύ κουρασμένος για ν’ αποφασίσω, είπε κουνώντας το κεφάλι. Καν φαντάζομαι πως όλοι σας είστε κουρασμένοι όσο κι εγώ ή και περισσότερο. Καλά θα κάνουμε να σταματήσουμε εδώ για όση νύχτα μένει ακόμα. Ξέρετε τι θέλω να πω! Εδώ είναι συνέχεια σκοτεινά· αλλά έξω το αργοπορημένο Φεγγάρι πηγαίνει στη δύση του και τα μισά της νύχτας έχουν περάσει.
— Καημένε μου Μπιλ! είπε ο Σαμ. Πού να βρίσκεται τάχα; Μακάρι εκείνοι οι λύκοι να μην τον έχουν βρει ακόμα.