Στ’ αριστερά της μεγάλης καμάρας βρήκαν μια πέτρινη πόρτα: ήταν μισοκλεισμένη, αλλά άνοιξε εύκολα μ’ ένα μαλακό σπρώξιμο. Πίσω της φάνηκε να υπάρχει ένας μεγάλος θάλαμος σκαμμένος στην πέτρα.
— Ήσυχα! Ήσυχα! φώναξε ο Γκάνταλφ καθώς ο Μέρι κι ο Πίπιν έσπρωξαν μπροστά, χαρούμενοι που βρήκαν ένα μέρος που μπορούσαν να ξεκουραστούν τουλάχιστο, νιώθοντας πιο ασφαλισμένοι απ’ τον ανοιχτό διάδρομο.
Ήσυχα! Δεν ξέρετε ακόμα τι είναι μέσα. Εγώ θα πάω πρώτος.
Μπήκε μέσα προσεκτικά κι οι άλλοι έκαναν σειρά πίσω του.
— Ορίστε! είπε, δείχνοντας με το ραβδί του στη μέση στο πάτωμα.
Μπροστά στα πόδια του είδαν μια μεγάλη στρογγυλή τρύπα σαν το στόμα πηγαδιού. Σπασμένες και σκουριασμένες αλυσίδες βρίσκονταν στην άκρη και σέρνονταν κάτω στο μαύρο λάκκο. Πλάι ήταν πεσμένα κομμάτια από σπασμένες πέτρες.
— Κάποιος από σας μπορούσε να ’χε πέσει μέσα και ν’ αναρωτιόταν ακόμα πότε θα ’φτανε στον πάτο, είπε ο Άραγκορν στο Μέρι. Όσο έχετε οδηγό να τον αφήνετε να πηγαίνει αυτός πρώτος.
— Λυτό φαίνεται πως ήταν θάλαμος για τους φύλακες, φτιαγμένος για να παρακολουθούν τα τρία περάσματα, είπε ο Γκίμλι. Τούτη η τρύπα ήταν ολοφάνερα πηγάδι για τους φύλακες, σκεπασμένο με πέτρινο καπάκι. Το καπάκι όμως είναι σπασμένο και πρέπει να ’χουμε το νου μας στο σκοτάδι.
Ο Πίπιν ένιωσε να τον τραβάει παράξενα το πηγάδι. Την ώρα που οι άλλοι ξετύλιγαν κουβέρτες κι έστρωναν κρεβάτια κοντά στους τοίχους του θαλάμου. όσο το δυνατό πιο μακριά απ’ την τρύπα στο πάτωμα, αυτός πύγε στην άκρη και κοίταξε κάτω. Ένας κρύος αέρας του φάνηκε να τον χτυπά στο πρόσωπο, που ανέβαινε από αόρατα βάθη. Σπρωγμένος από μια ξαφνική επιθυμία ψαχούλεψε στα τυφλά για μια πέτρα και την άφησε να γεσει. Ένιωσε την καρδιά του να κάνει πολλούς χτύπους πριν ακούσει κανένα θόρυβο. Έπειτα, κάτω βαθιά, λες κι η πέτρα να είχε πέσει σε βαθιά νερα σε κάποια υπόγεια σπηλιά, ακούστηκε ένα πλανκ, πολύ μακρινό που αντιλάλησε μεγαλωμένο στο κούφιο πηγάδι.
— Τι ήταν αυτό; φώναξε ο Γκάνταλφ.
Ανακουφίστηκε σαν ομολόγησε ο Πίπιν τι είχε κάνει· αλλά ήταν θυμωμένος κι ο Πίπιν μπορούσε να δει τα μάτια του ν’ αστράφτουν.
— Ανόητε Τούκ! γρύλισε. Τούτο το ταξίδι είναι σοβαρό, δεν είναι χομπιτο - περίπατος. Πέσε μέσα την άλλη φορά και τότε δε θα μας είσαι πια μπελάς. Τώρα κάτσε ήσυχος!
Τίποτα άλλο δεν ακούστηκε για αρκετά λεπτά· ύστερα όμως μέσ’ απ’ τα βάθη ακούστηκαν αμυδρά χτυπήματα: τομ-ταπ, ταπ-τομ. Σταμάτησαν και, όταν οι αντίλαλοι έσβησαν, ξανακούστηκαν: ταπ-τομ, τομ-ταπ, ταπ-ταπ, τομ. Ακούγονταν ανησυχητικά σαν κάποιου είδους σήματα· αλλά έπειτα από λίγο τα χτυπήματα έσβησαν και δεν ακούστηκαν ξανά.
— Να μη με λένε Γκίμλι, αν δεν ήταν αυτός χτύπος από σφυρί, είπε ο νάνος.
— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, και δε μ’ αρέσει. Μπορεί και να μην έχει καμιά σχέση με την ανόητη πέτρα του Πέρεγκριν, αλλά το πιο πιθανό είναι πως κάτι ενοχλήθηκε που θα ήταν καλύτερα να το αφήναμε ήσυχο. Παρακαλώ, μην κάνετε κάτι τέτοιο ξανά! Ας ελπίσουμε πως θα ξεκουραστούμε λιγάκι δίχως άλλες φασαρίες. Εσύ, Πίππιν, θα κάνεις την πρώτη σκοπιά για βραβείο, είπε αγριεμένα όπως τυλίχτηκε σε μια κουβέρτα.
Ο Πίπιν κάθισε καταστενοχωρημένος στην πόρτα μες στο μαύρο σκοτάδι, αλλά συνεχώς γύριζε πίσω με το φόβο μήπως κάποιο άγνωστο πράγμα συρθεί έξω απ’ το πηγάδι. Ευχόταν να μπορούσε να σκεπάσει την τρύπα, ας ήταν και με μια κουβέρτα, αλλά δεν τολμούσε να κουνηθεί ή να το πλησιάσει, παρ’ όλο που ο Γκάνταλφ φαινόταν πως κοιμάται.
Στην πραγματικότητα ο Γκάνταλφ ήταν ξυπνητός, αν και ούτε μιλούσε ούτε σάλευε. Ήταν βυθισμένος σε σκέψεις, προσπαθώντας να θυμηθεί τα πάντα απ’ το προηγούμενό του ταξίδι στα Ορυχεία και μ’ ανησυχία αναμετρούσε το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνει· ένα λάθος τώρα θα μπορούσε να τους καταστρέψει. Ύστερα από μία ώρα σηκώθηκε και πλησίασε τον Πίπιν.
— Πήγαινε σε μια γωνιά και κοιμίσου, νεαρέ μου, του είπε σε τόνο καλοσυνάτο. Φαντάζομαι θα θέλεις να κοιμηθείς. Εγώ δεν μπορώ να κλείσω μάτι, επομένως ας καθίσω και σκοπιά.
» Ξέρω τι μου φταίει, μουρμούρισε, εκεί που κάθισε πλάι στην πόρτα. Μου χρειάζεται να καπνίσω. Έχω να βάλω πίπα στο στόμα μου απ’ το πρωί πριν τη χιονοθύελλα.
Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Πίπιν, την ώρα που τον έπαιρνε ο ύπνος, ήταν ο γερο-μάγος μαζεμένος στο πάτωμα, να σκεπάζει ένα αναμμένος ξυλάκι με τα ροζιασμένα του χέρια ανάμεσα στα γόνατά του. Το τρεμουλιαστό φως για μια στιγμή φώτισε την πεταχτή του μύτη και το συννεφάκι του καπνού.
Ο Γκάνταλφ ήταν που τους ξύπνησε όλους τελικά. Είχε φυλάξει σκοπός εντελώς μονάχος για έξι ώρες περίπου κι είχε αφήσει τους άλλους να ξεκουραστούν.