Выбрать главу

— Και την ώρα που καθόμουν και φύλαγα αποφάσισα, είπε. Δε μ’ αρέσει ο μεσιανός δρόμος· και δε μ’ αρέσει η μυρωδιά του αριστερού: ο αέρας μυριζει άσχημα εκεί κάτω, ή δεν είμαι καλός οδηγός. Θα πάρω το δεξιό διάδρομο. Καιρός ν’ αρχίσουμε ν’ ανεβαίνουμε πάλι.

Για οχτώ σκοτεινές ώρες, χωρίς να υπολογίσουμε δύο σύντομους σταθμούς, προχώρησαν και δε συνάντησαν κανένα κίνδυνο, δεν άκουσαν τίποτα και δεν είδαν τίποτα εξόν απ’ την αμυδρή λάμψη απ’ το φως του μάγου, που ανεβοκατέβαινε σαν οφθαλμαπάτη μπροστά τους. Ο διάδρομος που είχαν διαλέξει φιδογύριζε ανηφορίζοντας σταθερά. Απ’ όσο μπορούσαν να κρίνουν, προχωρούσε κάνοντας μεγάλες καμπυλωτές στροφές κι όσο ανέβαινε τόσο ψήλωνε και πλάταινε. Τώρα δεν είχε ανοίγματα προς αλλες σπηλιές ή τούνελ δεξιά ή αριστερά και το δάπεδο ήταν επίπεδο και στερεό δίχως λάκκους και σχισμές. Ήταν φανερό πως είχαν πάρει κάποιον δρόμο που ήταν κάποτε σπουδαίος· και προχωρούσαν πιο γρήγορα απ’ ο,τι είχαν κάνει στην πρώτη τους πορεία.

Μ’ αυτό τον τρόπο προχώρησαν κάπου δεκαπέντε μίλια, αν τα μετρούσες κατευθείαν ανατολικά, αν και θα ’πρεπε στην πραγματικότητα να περπάτησαν είκοσι μίλια ή και περισσότερο. Όπως ο δρόμος ανηφόριζε, η διάθεση του Φρόντο έφτιαξε λιγάκι· αλλά ένιωθε ακόμα μια κατάθλιψη κι θ’ ακολουθούσε ν’ ακούει πότε πότε ή νόμιζε πως άκουγε, μακριά πίσω απ’ την Ομάδα και ξέχωρα απ’ το θόρυβο των βημάτων τους, ένα βήμα να τους ακολουθεί που δεν ήταν αντίλαλος.

Είχαν βαδίσει ως εκεί που άντεχαν οι χόμπιτ χωρίς να ξεκουραστούν κι όλοι σκέφτονταν να βρουν κάπου για να κοιμηθούν, όταν ξαφνικά οι τοίχοι δεξιά κι αριστερά χάθηκαν. Φάνηκε λες και πέρασαν ένα μεγάλο καμαρωτό κατώφλι και βρέθηκαν σ’ ένα μαύρο κι άδειο χώρο. Πίσω τους έρχοταν ένα μεγάλο ρεύμα από ζεστότερο αέρα και μπροστά τους το σκοτάδι ήταν παγωμένο στα πρόσωπά τους. Σταμάτησαν και μαζεύτηκαν ανήσυχοι κοντά κοντά.

Ο Γκάνταλφ έδειχνε ευχαριστημένος.

— Διάλεξα το σωστό δρόμο, είπε. Επιτέλους φτάνουμε στα κατοικήσιμα μερη και τώρα υπολογίζω πως δε βρισκόμαστε μακριά απ’ την ανατολική πλευρά. Είμαστε, όμως, ψηλά, ψηλότερα απ’ τη Σκιοχείμαρρη Πύλη, εκτός και κάνω λάθος. Απ’ τον αέρα νιώθω πως πρέπει να βρισκόμαστε σε κάποια μεγάλη αίθουσα. Τώρα θα διακινδυνεύσω λίγο πραγματικό φως.

Ύψωσε το ραβδί του και για μια σύντομη στιγμή έγινε φως δυνατό σαν αστραπή. Μεγάλες σκιές ξεπετάχτηκαν κι έφυγαν και για ένα δευτερόλεπτο είδαν ένα πελώριο ταβάνι πάνω απ’ τα κεφάλια τους που το κρατούσαν πολλές δυνατές κολόνες από πέτρα πελεκημένη. Μπροστά και στα πλάγια απλωνόταν μια τεράστια άδεια αίθουσα· οι μαύροι της τοίχοι, γυαλισμένοι και λείοι σαν γυαλί, άστραψαν και σπιθοβόλησαν. Είδαν κι άλλα τρία ανοίγματα: σκοτεινές μαύρες καμάρες. Μια ίσια μπροστά τους ανατολικά και από μια δεξιά κι αριστερά. Έπειτα το φως έσβησε.

— Αυτό όλο κι όλο θα τολμήσω προς το παρόν, είπε ο Γκάνταλφ. Υπήρχαν τεράστια παράθυρα στην πλαγιά του βουνού και φωταγωγοί που οδηγούσαν έξω στο φως στα ψηλότερα μέρη των Ορυχείων. Νομίζω πως τώρα τους έχουμε φτάσει, αλλά έξω έχει ξανανυχτώσει και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ώσπου να ξημερώσει. Αν δεν κάνω λάθος, αύριο μπορεί στ’ αλήθεια να δούμε το φως του πρωινού να μπαίνει εδώ μέσα. Στο μεταξύ όμως καλύτερα ας μην προχωρήσουμε άλλο. Ας ξεκουραστούμε, αν μπορούμε. Ως εδώ τα πράγματα έχουν πάει καλά και το μεγαλύτερο μέρος του σκοτεινού δρόμου το έχουμε περάσει. Αλλά δεν το περάσαμε τελείως ακόμα και είναι πολύς δρόμος ως κάτω στις Πύλες που ανοίγουν στον κόσμο.

Η Ομάδα πέρασαν τη νύχτα τους στη μεγάλη καταχθόνια αίθουσα, μαζεμένοι κοντά κοντά σε μια γωνιά για ν’ αποφύγουν το ρεύμα: φαινόταν σταθερά να μπαίνει ένας ψυχρός αέρας απ’ την ανατολική καμάρα. Παντού γύρω τους, όπως βρίσκονταν ξαπλωμένοι, απλωνόταν το σκοτάδι, κούφιο και απέραντο κι ένιωθαν κατάθλιψη απ’ τη μοναξιά και την απεραντοσύνη που τους βάραινε μέσα στις καταχθόνιες αίθουσες και στις όλο διακλαδώσεις σκάλες και διαδρόμους. Και οι πιο τρελές φαντασίες που οι σκοτεινές φήμες είχαν ποτέ υποβάλει στους χόμπιτ, δεν έφταναν τον πραγματικό τρόμο και το θαύμα της Μόρια,

— Θα ’πρεπε να υπήρχαν ένας κόσμος νάνοι εδώ κάποτε, είπε ο Σαμ· κι ο καθένας τους πιο δουλευτής κι από κάστορα για πεντακόσια χρόνια, για να φτιάξουν όλ’ αυτά και μάλιστα σε σκληρή πέτρα το πιο πολύ! Γιατί τα ’καναν όλ’ αυτά; Δε φαντάζομαι να ζούσαν σ’ αυτές τις σκοτεινές τρύπες;

— Δεν είναι τρύπες, είπε ο Γκίμλι. Αυτό είναι το μεγάλο βασίλειο και η πολιτεία του Ντάροουντελφ. Και τον παλιό καιρό δεν ήταν σκοτεινή, αλλά γεμάτη φως και μεγαλείο, όπως τη θυμούνται τα τραγούδια μας.

Σηκώθηκε κι όρθιος μες στο σκοτάδι άρχισε να ψέλνει με βαθιά φωνήκι ο απόηχος ανέβαινε στην οροφή.