Выбрать главу
Ο κόσμος ήταν νεαρός, πράσινο το βουνό Και το Φεγγάρι αμόλευτο, ασήμι καθαρό· Λόγια δεν είχανε γραφτεί σε ξύλο ή λιθάρι, Ο Ντούριν σα σηκώθηκε, βάδισε στο χορτάρι Κι έδωσε τα ονόματα στους λόφους, στα βουνά Κι ήπιε απ’ τ’ αδοκίμαστα τα πρώτα τα νερά. Έσκυψε και κοιτάχτηκε στη Λίμνη απ’ το Γυαλί Κι είδε κορόνα αστερωτή μπροστά του να φανεί, Που ’χε πετράδια λαμπερά σ’ ασημωτή κλωστή Και κάθισε στου κεφαλιού τον ίσκιο το σταχτί.
Ωραίος κόσμος ήτανε κι όχι θαμπές να σβήσουν Οι Μέρες κείνες οι Παλιές, πριν να παραστρατήσουν Στη Ναργκοθόντ και να χαθούν άρχοντες τρομεροί Και στην Γκοντόλιν, που κι αυτή τώρα έχει χαθεί Στη Δύση πέρα μακριά, πάν’ χρόνια και καιρός, Μα, ο Ντούριν σαν ανάσαινε, ο κόσμος ήτανε καλός.
Στο θρόνο τον πελεκητό καθόταν βασιλιάς, Σε δώματα απέραντα που έφτιαξε μεμιάς. Ολόχρυση η οροφή και πάτωμα ασημί Και πόρτα όλο ρουνικά με δύναμη τρανή. Του ήλιου το φως, των αστεριών, του Φεγγαριού, Σε λάμπες από κρύσταλλο κλεισμένο από παντού, Αθάμπωτο από σύννεφο κι ίσκιο νυχτερινό, Έλαμπε πάντα όμορφο, λαμπρό και φωτεινό.
Σφυρί στ’ αμόνι με ορμή χτυπάει ρυθμικά, Γράφει ο χαράκτης, το σκαρπέλο πελεκά. Εκεί λεπίδες φτιάχνονται, περίτεχνα θηκάρια, Εκεί δουλεύει ο σκαφτιάς κι ο χτίστης τα χαρμάνια. Μαργαριτάρι εκεί χλωμό, πετράδι γυαλισμένο Και μέταλλο κάθε λογής μι: τέχνη δουλεμένο: Ζωνάρια, θώρακες, σπαθιά, αστραφτερά κοντάρια Φυλάγονταν εκεί καλά λεπίδια και σκουτάρια.
Ακούραστοι δουλεύουν κει του Ντούριν οι πιστοί. Και κάτω απ’ τα βουνά βαθιά ξυπνά κι η μουσική. Οι τροβαδούροι παίζουνε άρπες και τραγουδούν Κι έξω στις πύλες σάλπιγγες βροντόφωνα αντηχούν.
Ο κόσμος γκρίζος έγινε, παγώσαν τα βουνά, Νεκρή, σταχτιά του σιδερά η φωτιά. Σφυρί στ’ αμόνι δεν ηχεί, άρπα δεν αντηχεί Στου Ντούριν τα χρυσόσπιτα σκοτάδι και σιγή. Στο Καζάντ-ντουμ, στη Μόρια πια, Στον τάφο του μαβιά ξαπλώνεται σκιά. Μ’ ακόμα καθρεφτίζονται τ’ αστέρια τ’ ουρανού Στη μαύρη και απάνεμη, στη Λίμνη τον Γυαλιού. Κι εκεί μες στο βαθύ νερό η κορόνα καρτερά Ο Ντούριν τρανός στη Μόρια ν’ αναστηθεί ξανά.

— Μ’ αρέσει αυτό! είπε ο Σαμ. Θα ’θελα να το μάθαινα. Στο Καζάντ-ντουμ, στη Μόρια πια! Κάνει όμως το σκοτάδι να βαραίνει πιο πολύ, σαν σκεφτείς όλες εκείνες τις λάμπες. Υπάρχουν ακόμα οι σωροί με τα πετράδια και το χρυσάφι εδώ πέρα;

Ο Γκίμλι ήταν σιωπηλός. Μετά το τραγούδι δεν ήθελε να πει τίποτ’ άλλο.

— Σωροί πετράδια; είπε ο Γκάνταλφ. Όχι. Οι Ορκ έχουν συχνά λεηλατήσει τη Μόρια· δεν έχει μείνει τίποτα στα πάνω διαμερίσματα. Κι από τότε που διώχτηκαν οι νάνοι, κανείς δεν τολμά να ψάξει τις στοές και τα θησαυροφυλάκια κάτω στα βάθη: είναι πνιγμένα στο νερό — ή σε μια σκιά φόβου.

— Τότε γιατί θέλουν να γυρίσουν πίσω οι νάνοι; ρώτησε ο Σαμ.

— Για μίθριλ, απάντησε ο Γκάνταλφ. Ο πλούτος της Μόρια δε βρισκόταν στο χρυσάφι και στα πετράδια, τα παιγνίδια των Νάνων· ούτε στο σίδερο, τον υπηρέτη τους. Τέτοια έβρισκαν εδώ, είναι αλήθεια, ιδιαίτερα σίδερο· αλλά δε χρειάζονταν να σκάψουν γι’ αυτά: όλα όσα ήθελαν, μπορούσαν να τ’ αποκτήσουν με το εμπόριο. Γιατί εδώ, μοναδικό στον κόσμο, βρισκόταν το ασήμι της Μόρια, ή το αληθινό-ασήμι, όπως το είπαν μερικοί: μίθριλ είναι η ονομασία των Ξωτικών. Οι Νάνοι του έχουν δώσει ένα όνομα που δεν το λένε. Η αξία του ήταν δέκα φορές σαν του χρυσαφιού και τώρα είναι ανυπολόγιστη· γιατί έχει μείνει λίγο πάνω στη γη κι ακόμα κι αυτοί οι Ορκ δεν τολμούν να σκάψουν εδώ γι’ αυτό. Οι φλέβες πήγαιναν κατά το βοριά προς τον Καράντρας και προς τα κάτω στα σκοτάδια. Οι Νάνοι δε λένε τίποτα· αλλά, όπως το μίθριλ ήταν το θεμέλιο του πλούτου τους, έτσι ήταν και η καταστροφή τους: έσκαψαν πολύ άπληστα και πολύ βαθιά και πείραξαν αυτό που τους ανάγκασε και το ’βαλαν στα πόδια, το Χαμό του Ντούριν. Απ’ όσο είχαν βγάλει στο φως, οι Ορκ το ’χουν σχεδόν μαζέψει όλο και το ’χουν δώσει ως φόρο στο Σόρον, που το γυρεύει άπληστα. Το μίθριλ! Όλοι οι λαοί το επιθυμούσαν. Μπορούσε να δουλευτεί σαν χαλκός και να γυαλιστεί σαν κρύσταλλο· και οι Νάνοι μπορούσαν απ’ αυτό να φτιάξουν ένα μέταλλο, ελαφρό κι όμως σκληρότερο κι από δουλεμένο ατσάλι. Η ομορφιά του ήταν σαν του κοινού ασημιού, αλλά η ομορφιά αυτή δε μαύριζε ούτε έχανε τη γυαλάδα της. Τα Ξωτικά το αγαπούσαν κι ανάμεσα στις πολλές του χρήσεις έφτιαχναν απ’ αυτό το ιθίλδιν, το αστροφέγγαρο, που το είδατε πάνω στις πόρτες. Ο Μπίλμπο είχε έναν αλυσιδωτό θώρακα από μίθριλ, που του χάρισε ο Θόριν. Άραγε τι να ’γινε; Θα μαζεύει σκόνη στο Μάθομ-Χάουζ του Μίσελ Ντέλβινγκ, φαντάζομαι.