— Τι; φώναξε ο Γκίμλι, κόβοντας ξαφνιασμένος τη σιωπή του. Ένα θώρακα από ασήμι της Μόρια; Αυτό ήταν βασιλικό δώρο.
— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Ποτέ δεν του το ’πα, αλλά η αξία του ήταν μεγαλύτερη απ’ την αξία όλου του Σάιρ μαζί μ’ ό,τι είχε.
Ο Φρόντο δεν είπε τίποτα, αλλά έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το πουκάμισό του κι άγγιξε τους κρίκους του αλυσιδωτού του θώρακα. Ένιωσε να κλονίζεται στη σκέψη πως ταξίδευε εδώ κι εκεί με την αξία όλου του Σάιρ κάτω απ’ το σακάκι του. Να το ’ξερε ο Μπίλμπο; Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως ο Μπίλμπο το ’ξερε πολύ καλά. Ήταν στ’ αλήθεια βασιλικό δώρο. Τώρα όμως οι σκέψεις του έφυγαν μακριά απ’ τα σκοτεινά Ορυχεία και πήγαν στο Σκιστό Λαγκάδι, στον Μπίλμπο και στο Μπαγκ Εντ τις μέρες που ο Μπίλμπο ήταν ακόμα εκεί. Ευχόταν μ’ όλη την καρδιά του να βρισκόταν πάλι εκεί. να κόβει το γρασίδι ή να ασχολείται με τα λουλούδια και ποτέ να μην είχε ακούσε για τη Μόρια, ή το μίθριλ ή για το Δαχτυλίδι.
Έπεσε βαθιά σιωπή. Ένας ένας όλοι αποκοιμήθηκαν. Ο Φρόντο ήταν σκοπός. Σαν μια ανάσα που ήρθε ανάμεσα από αόρατες πόρτες, κάτω από μέρη βαθιά, τον κυρίεψε ένας φόβος. Τα χέρια του ήταν παγωμένα και το μέτωπό του υγρό. Αφουγκράστηκε. Όλος του ο νους αφουγκραζόταν, τίποτ’ άλλο, για δυο αργόσυρτες ώρες· αλλά δεν άκουσε κανένα θόρυβο, ούτε και τον απόηχο από τα βήματα που φανταζόταν πως άκουγε. Η ώρα του είχε σχεδόν περάσει, όταν, μακριά, εκεί που νόμιζε πως ήταν η δυτική καμάρα του φάνηκε πως έβλεπε δυο χλωμά φωτάκια, σχεδόν σαν φωσφορικά μάτια. Τινάχτηκε. Το κεφάλι του είχε πέσει μπροστά. «Παραλίγο να κοιμηθώ στη σκοπιά μου, σκέφτηκε. Μισοονειρευόμουνα».
Σηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια του κι έμεινε όρθιος κοιτάζοντας στο σκοτάδι, ώσπου ήρθε να τον αντικαταστήσει ο Λέγκολας.
Όταν ξάπλωσε, αποκοιμήθηκε γρήγορα, αλλά του φάνηκε πως το όνειρο συνεχιζόταν: άκουσε ψιθύρους κι είδε δυο χλωμά φωτάκια να πλησιάζουν αργά αργά. Ξύπνησε κι είδε πως οι άλλοι κουβέντιαζαν σιγανά κοντά του κι ότι ένα αμυδρό φως έπεφτε στο πρόσωπο του. Ψηλά, πάνω απ’ την ανατολική καμάρα, μέσα από ένα φωταγωγό κοντά στο ταβάνι ερχόταν ένα χλωμό φως· και απ’ την άλλη μεριά, απ’ τη βορινή καμάρα, εβγαινε πάλι φως αδύναμο και μακρινό.
Ο Φρόντο ανακάθισε.
— Καλημέρα! είπε ο Γκάνταλφ. Γιατί, επιτέλους, είναι πάλι πρωί. Είχα δίκτο, βλέπετε. Βρισκόμαστε ψηλά στην ανατολική πλευρά της Μόρια. Πριν τελειώσει η μέρα θα πρέπει να βρούμε τις Μεγάλες Πύλες και να δούμε τα νερά της Γυάλινης Λίμνης στη Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα μπροστά μας.
— Θα χαρώ, είπε ο Γκίμλι. Είδα τη Μόρια κι είναι πολύ μεγάλη, αλλά έχει γίνει σκοτεινή κι απαίσια και δε βρήκαμε ούτε ίχνος απ’ τους δικούς μου. Αμφιβάλλω τώρα αν ήρθε εδώ ποτέ του ο Μπάλιν.
Αφού έφαγαν το πρωινό τους ο Γκάνταλφ αποφάσισε να ξεκινήσουν αμέσως.
— Είμαστε κουρασμένοι, αλλά θα ξεκουραστούμε καλύτερα σα βρεθούμε έξω, είπε. Νομίζω πως κανείς μας δε θα θέλει να περάσει κι άλλη νύχτα στη Μόρια.
— Και βέβαια όχι! είπε ο Μπορομίρ. Ποιο δρόμο θα πάρουμε; Την ανατολική καμάρα εκεί πέρα;
— Ίσως, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δεν ξέρω ακόμα ακριβώς πού βρισκόμαστε. Εκτός κι έχω χαθεί τελείως, θα ’λεγα πως βρισκόμαστε ψηλότερα και βορινά απ’ τις Μεγάλες Πύλες και μπορεί να μην είναι εύκολο να βρούμε το σωστό δρόμο και να κατεβούμε σ’ αυτές. Η ανατολική καμάρα θα είναι πιθανόν ο δρόμος που πρέπει να πάρουμε· αλλά πριν αποφασίσουμε θα πρέπει να κοιτάξουμε γύρω μας. Ας πάμε κατά το φως εκείνο στη βορινή πόρτα. Αν μπορούσαμε να βρούμε ένα παράθυρο θα μας βοηθούσε, αλλά φοβάμαι πως το φως έρχεται κάτω από μεγάλους φωταγωγούς.
Ακολουθώντας τον η Ομάδα πέρασε κάτω απ’ τη βορινή καμάρα. Βρέθηκαν σ’ ένα φαρδύ διάδρομο. Όπως προχωρούσαν το αδύναμο φως δυνάμωνε και είδαν πως προερχόταν από ένα άνοιγμα πόρτας στα δεξιά τους. Ήταν ψηλό και ίσιο στην κορφή και η πέτρινη πόρτα του βρισκόταν ακόμα στους μεντεσέδες της, μισάνοιχτη. Πίσω της ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο. Ήταν μισοφωτισμένο, αλλά στα μάτια τους, έπειτα από τόσο καιρό στο σκοτάδι, τους φάνηκε εκθαμβωτικά φωτεινό και τ’ ανοιγόκλεισαν καθώς μπήκαν.
Τα πόδια τους τάραξαν πολλή σκόνη στο πάτωμα και σκόνταψαν σε πράγματα, που ήταν πεσμένα στην πόρτα μπροστά, που τα σχήματά τους δεν μπορούσαν να τα διακρίνουν στην αρχή. Το δωμάτιο φωτιζόταν από ένα φαρδύ φωταγωγό ψηλά στον απέναντι ανατολικό τοίχο: έγερνε προς τα πάνω και, πολύ ψηλά, φαινόταν ένα μικρό τετράγωνο κομματάκι γαλάζιος ουρανός. Το φως του φωταγωγού έπεφτε ίσια πάνω σ’ ένα τραπέζι στη μέση του δωματίου: ένας μακρύς ορθογώνιος βράχος, δυο πόδια ύψος περίπου, που πάνω του βρισκόταν μια μεγάλη λευκή πλάκα.