Выбрать главу

— Αυτός θα ’ναι ο γραφικός χαρακτήρας του Όρι, είπε ο Γκίμλι, κοιτάζοντας πάνω απ’ το χέρι του μάγου. Μπορούσε να γράψει καλά και γρήγορα και συχνά χρησιμοποιούσε τη γραφή των Ξωτικών.

— Φοβάμαι πως έχει άσχημα νέα να καταγράψει με ωραία γραφή, είπε ο Γκάνταλφ. Η πρώτη καθαρή λέξη είναι λύπη και τελειώνει σε θες. Ναι, πρέπει να είναι χθες κι ύστερα και μέρα η δεκάτη του Νοεμβρίου ο Μπάλιν άρχοντας της Μόρια έπεσε στη Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα. Πήγε μονάχος να κοιτάξει στη Γυάλινη Λίμνη. Ένας Ορκ τον χτύπησε από πίσω με πέτρα. Σκοτώσαμε τον Ορκ αλλά πολλοί περισσότεροι... πάνω απ’ την ανατολή αντίθετα στο ρεύμα του Ασημόφλεβου. Το υπόλοιπο της σελίδας είναι τόσο μουντζουρωμένο, που μόλις μετά βίας μπορώ να διακρίνω τίποτα, αλλά νομίζω πως μπορώ να διαβάσω έχουμε αμπαρώσει τις πύλες κι έπειτα μπορούμε ν’ αντισταθούμε για πολύ καιρό αν κι ύστερα ίσως φοβερό και υποφέρουμε. Καημένε Μπάλιν! Φαίνεται πως διατήρησε τον τίτλο που πήρε για λιγότερο από πέντε χρόνια. Αναρωτιέμαι τι να έγινε ύστερα· αλλά δεν έχουμε ώρα για να ξεμπερδέψουμε τις λίγες τελευταίες σελίδες. Να η τελευταία απ’ όλες.

Σταμάτησε κι αναστέναξε.

— Είναι θλιβερό διάβασμα, είπε. Φοβάμαι πως το τέλος τους ήταν σκληρό. Ακούστε! Δεν μπορούμε να βγούμε έξω. Λεν μπορούμε να βγούμε έξω. Πήραν τη Γέφυρα και τη δεύτερη αίθουσα. Ο Φραρ και ο Λόνι και ο Νάλι έπεσαν εκεί. Έπειτα έχει τέσσερις σειρές μουντζουρωμένες έτσι που μπορώ μόνο να διαβάσω πήγε πέντε μέρες πριν. Οι τελευταίες μέρες λένε η λίμνη έχει ανεβεί ως τον τοίχο στη Δυτική Πύλη. Ο Φύλακας στο Νερό πήρε τον Όιν. Δεν μπορούμε να βγούμε έξω. Το τέλος έρχεται κι ύστερα τύμπανα, τύμπανα στα βάθη. Τι να σημαίνει άραγε αυτό; Το τελευταίο που είναι γραμμένο, είναι μια συρτή μουντζούρα με γράμματα των ξωτικών: έρχονται. Δεν έχει τίποτα περισσότερο.

Ο Γκάνταλφ έπαψε και στάθηκε σιωπηλός, σκεφτικός.

Ένας ξαφνικός φόβος κι ένας τρόμος για το δωμάτιο πλάκωσε την Ομάδα.

Δεν μπορούμε να βγούμε έξω, μουρμούρισε ο Γκίμλι. Ήμασταν τυχεροί που η λίμνη είχε χαμηλώσει λιγάκι κι ο Φύλακας κοιμόταν κάτω στη νότιά της άκρη.

Ο Γκάνταλφ σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω.

— Φαίνεται πως αντιστάθηκαν στο τέλος και στις δυο πόρτες, είπε· αλλά δεν είχαν μείνει πολλοί τότε. Έτσι έληξε η προσπάθεια να ξαναπαρθεί η Μόρια! Ήταν γενναία αλλά απερίσκεπτη. Ο καιρός δεν έχει φτάσει ακόμα. Τώρα, φοβάμαι πως πρέπει ν’ αποχαιρετίσουμε τον Μπάλιν γιο του Φούντιν. Εδώ πρέπει να κείται στα παλάτια των προγόνων του. Θα πάρουμε το βιβλίο, το Βιβλίο των Μαζαρμπούλ και θα το κοιτάξουμε καλύτερα αργότερα. Καλά θα κάνεις να το κρατήσεις εσύ, Γκίμλι, και να το επιστρέψεις στον Ντάιν, αν σου δοθεί η ευκαιρία. Θα τον ενδιαφέρει, αν και θα τον λυπήσει βαθιά. Εμπρός, πάμε να φύγουμε! Το πρωινό φεύγει.

— Προς τα πού θα πάμε; ρώτησε ο Μπορομίρ.

— Πίσω στην αίθουσα, απάντησε ο Γκάνταλφ. Αλλά η επίσκεψή μας σ’ αυτό το δωμάτιο δεν πήγε χαμένη. Τώρα ξέρω πού είμαστε. Αυτό πρέπει να είναι, όπως λέει ο Γκίμλι, ο Θάλαμος των Μαζαρμπούλ· και η αίθουσα να είναι η εικοστή πρώτη στη Βορινή άκρη. Επομένως πρέπει να φύγουμε απ’ την ανατολική καμάρα της αίθουσας και να πάμε δεξιά και νότια και προς τα κάτω. Η Εικοστή Πρώτη Αίθουσα πρέπει να βρίσκεται στο Έβδομο Επίπεδο, δηλαδή έξι πιο πάνω απ’ το επίπεδο της Πύλης. Εμπρός τώρα! Πίσω στην αίθουσα.

Δεν είχε καλά καλά προλάβει να ξεστομίσει αυτά τα λόγια ο Γκάνταλφ. όταν ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος: ένα βροντερό μπουμ που φαινόταν να βγαίνει απ’ τα βάθη και να κάνει την πέτρα να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια τους. Όρμησαν στην πόρτα τρομαγμένοι. Ντουμ, ντουμ βούιξε ξανά, λες και τεράστια χέρια να είχαν κάνει τις σπηλιές της Μόρια ένα θεόρατο τύμπανο. Ύστερα αντήχησε ένα σάλπισμα: μια μεγάλη σάλπιγγα ξεφώνισε στην αίθουσα και της απάντησαν άλλες σάλπιγγες και στριγκές φωνές πέρα στο βάθος. Ακουγόταν ο θόρυβος από πολλά πόδια που έτρεχαν βιαστικά.

— Έρχονται! φώναξε ο Λέγκολας.

— Δεν μπορούμε να βγούμε έξω, είπε ο Γκίμλι.

— Παγιδευτήκαμε! φώναξε ο Γκάνταλφ. Γιατί καθυστέρησα; Εδώ είμαστε κι εμείς πιασμένοι, όπως κι εκείνοι τότε. Αλλά τότε εγώ δεν ήμουν εδώ. Θα δούμε τι...

Ντουμ, ντουμ αντήχησαν τα τύμπανα κι οι τοίχοι έτρεμαν.

— Κλείστε τις πόρτες και σφηνώστε τις! φώναξε ο Άραγκορν. Και φυλάξτε τα σακίδιά σας για όσο μπορείτε: μπορεί να βρούμε την ευκαιρία ν’ ανοίξουμε δρόμο για έξω.

— Όχι! είπε ο Γκάνταλφ. Δεν πρέπει να κλειστούμε μέσα. Κρατήστε την ανατολική πόρτα μισάνοιχτη. Θα φύγουμε απ’ εκεί, αν βρούμε την ευκαιρία.