Αντήχησε ξανά μια στριγκή σάλπιγγα και διαπεραστικές κραυγές. Πόδια ακούγονταν να έρχονται στο διάδρομο. Η Ομάδα τράβηξαν τα σπαθιά τους μ’ ένα μεταλλικό θόρυβο. Ο Γκλάμντρινγκ έλαμπε μ’ ένα χλωμό φως και το Κεντρί γυάλιζε στις άκρες. Ο Μπορομίρ έβαλε τον ώμο του στη δυτική πόρτα.
— Στάσου μια στιγμή! Μην την κλείνεις ακόμα! είπε ο Γκάνταλφ.
Πήδηξε μπροστά στο πλευρό του Μπορομίρ και τεντώθηκε σ’ όλο του το ύψος.
— Ποιος έρχεται εδώ να ταράξει τον ύπνο του Μπάλιν του Άρχοντα της Μύρια; φώναξε με δυνατή φωνή.
Βραχνά γέλια ξέσπασαν, λες κι άκουγες να πέφτουν πέτρες σ’ ένα πηγάδι· ανάμεσα στις φωνές, μια βαθιά φωνή υψώθηκε σε προσταγή. Ντουμ, ντουμ, ντουμ, ακούστηκαν τα τύμπανα στα βάθη.
Με μια γρήγορη κίνηση ο Γκάνταλφ βγήκε μπροστά στο στενό άνοιγμα της πόρτας κι άπλωσε το ραβδί του. Μια εκτυφλωτική αστραπή φώτισε το δωμάτιο και το διάδρομο έξω. Για μια στιγμή ο μάγος κοίταξε έξω. Βέλη έτριξαν και σφύριξαν στο διάδρομο καθώς πήδηξε πίσω.
— Είναι Ορκ, ένα σωρό, είπε. Και μερικοί είναι μεγαλόσωμοι κι απαίσιοι: μαύροι Ουρούκ της Μόρντορ. Για την ώρα κοντοστέκονται· αλλά είναι και κάτι άλλο. Ένας μεγάλος σπηλαιο-γίγαντας, νομίζω, ή και περισσότεροι. Δεν υπάρχει ελπίδα να ξεφύγουμε από κει.
— Και καμιά ελπίδα, αν έρθουν κι απ’ την άλλη πόρτα, είπε ο Μπορομίρ.
— Από δω έξω δεν ακούγεται ακόμα κανένας θόρυβος, είπε ο Άραγκορν, που στεκόταν στην ανατολική πόρτα κι άκουγε. Ο διάδρομος απ’ αυτή την πλευρά κατεβαίνει μια σκάλα: είναι φανερό πως δεν οδηγεί πίσω στην αίθουσα. Αλλά δεν κερδίζουμε τίποτα να τρέξουμε έτσι στα τυφλά από δω με τους διώκτες μας στο κατόπι. Δεν μπορούμε να κλειδώσουμε την πόρτα. Ανοίγει προς τα μέσα, δεν έχει κλειδί κι η κλειδαριά είναι σπασμένη. Πρέπει πρώτα να κάνουμε κάτι να καθυστερήσουμε τον εχθρό. Θα τους κάνουμε ν’ ακούνε το Θάλαμο των Μαζαρμπούλ και να τρέμουν! είπε άγρια, ψηλαφώντας την κόψη του Αντούριλ, του σπαθιού του.
Βαριά πόδια ακούστηκαν στο διάδρομο. Ο Μπορομίρ έπεσε πάνω στην πόρτα και την έσπρωξε· έπειτα τη σφήνωσε με σπασμένες λάμες από σπαθιά και κομμάτια ξύλα. Η Ομάδα υποχώρησε στην άλλη άκρη του δωματίου. Αλλά δεν είχαν ακόμα την ευκαιρία να το βάλουν στα πόδια. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα που την τράνταξε ολόκληρη· κι ύστερα άρχισε να στριγκλίζει σιγά και ν’ ανοίγει σπρώχνοντας πίσω τις σφήνες. Ένα τεράστιο χέρι κι ένας ώμος, με σκούρο δέρμα όλο πρασινωπά λέπια, πέρασε απ’ το άνοιγμα, που όλο και μεγάλωνε. Έπειτα ένα μεγάλο, ίσιο, αδάχτυλο πόδι έσπρωξε και μπήκε κι αυτό. Έξω ήταν νεκρική σιγή.
Ο Μπορομίρ πήδηξε μπροστά και χτύπησε το χέρι μ’ όλη του τη δύναμη, αλλά το σπαθί του χτύπησε, γλίστρησε στο πλάι κι έπεσε απ’ το κλονισμένο του χέρι. Ένα κομματάκι μέταλλο έσπασε απ’ τη λεπίδα.
Ξαφνικά, και για μεγάλη του έκπληξη, ο Φρόντο ένιωσε έναν καυτό θυμό ν’ ανάβει στην καρδιά του.
— Το Σάιρ! φώναξε, και πηδώντας πλάι στον Μπορομίρ, έσκυψε και κάρφωσε το Κεντρί στο απαίσιο πόδι.
Ακούστηκε ένα ουρλιαχτό και το πόδι τραβήχτηκε πίσω, παρασέρνοντας, παραλίγο, το Κεντρί απ’ το χέρι του Φρόντο. Μαύρες σταγόνες έσταξαν απ’ τη λεπίδα και κάπνισαν στο πάτωμα. Ο Μπορομίρ έπεσε μ’ όλη του τη δύναμη πάνω στην πόρτα και την έκλεισε ξανά.
— Μπράβο στο Σάιρ! φώναξε ο Άραγκορν. Το δάγκωμα του χόμπιτ πάει βαθιά! Έχεις καλή λεπίδα, Φρόντο, γιε του Ντρόγκο!
Κάτι ακούστηκε να πέφτει με ορμή πάνω στην πόρτα κι ύστερα κι άλλα. Κριοί και σφυριά τη χτυπούσαν. Ράγισε και κλονίστηκε προς τα πίσω και το άνοιγμα φάρδυνε ξαφνικά. Βέλη μπήκαν μέσα σφυρίζοντας, αλλά χτύπησαν στο βορινό τοίχο κι έπεσαν ακίνδυνα στο πάτωμα. Μια τρουμπέτα σάλπισε, τα πόδια όρμησαν και οι Ορκ, ο ένας ύστερα απ’ τον άλλο, πήδηξαν στο δωμάτιο.
Πόσοι ήταν, η Ομάδα δεν μπόρεσε να μετρήσει. Η συμπλοκή ήταν σκληρή. αλλά οι Ορκ έχασαν το θάρρος τους μπροστά στην άγρια υπεράσπιση. Ο Λέγκολας τρύπησε δυο με τα βέλη του στο λαιμό πέρα ως πέρα. Ο Γκίμλι πελέκησε τα πόδια ενός που είχε πηδήξει πάνω στον τάφο του Μ πάλιν. Ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν έκοψαν πολλούς. Όταν έπεσαν δεκατρείς, οι υπόλοιποι το ’βαλαν στα πόδια ουρλιάζοντας, αφήνοντας τους υπερασπιστές άθικτους, εκτός από το Σαμ, που είχε μια γρατσουνιά στο κεφάλι του. Είχε σκύψει γρήγορα κι είχε γλιτώσει· κι είχε σκοτώσει τον Ορκ που του ρίχτηκε μ’ ένα γερό χτύπημα με το σπαθί του απ’ τους Θολωτούς Τάφους. Στα καστανά μάτια του έκαιγε μια φωτιά που θα ’χε κάνει τον Τεντ Σάντιμαν να πισωπατήσει, αν την είχε δει.
— Τώρα είναι ώρα! φώναξε ο Γκάνταλφ. Πάμε να φύγουμε πριν γυρίσει ο γίγαντας.
Αλλά εκεί που υποχωρούσαν και πριν προλάβουν να φτάσουν στη σκάλα έξω ο Πίπιν κι ο Μέρι, ένας μεγαλόσωμος Ορκ οπλαρχηγός, σχεδόν σε μπόι ανθρώπου, ντυμένος με μαύρη πανοπλία απ’ την κορφή ως τα νύχτα, πήδηξε στο δωμάτιο· πίσω του στην πόρτα στριμώχτηκαν τα παλικάρια του. Το μεγάλο πλακουτσωτό του μούτρο μαύριζε, τα μάτια του ήταν σαν κάρβουνα κι η γλώσσα του κόκκινη· κρατούσε ένα μεγάλο ακόντιο. Με μια σπρωξιά, με τη μεγάλη του δερμάτινη ασπίδα, παραμέρισε το σπαθί του Μπορομίρ και τον γύρισε πίσω, ρίχνοντάς τον κάτω. Σκύβοντας απότομα ξέφυγε το χτύπημα του Άραγκορν και με την ταχύτητα φιδιού που επιτίθεται όρμησε στην Ομάδα κι έπεσε με το ακόντιό του πάνω στο Φρόντο. Το χτύπημα τον βρήκε στη δεξιά πλευρά κι ο Φρόντο εκσφενδονίστηκε στον τοίχο και καρφώθηκε. Ο Σαμ, με μια φωνή, πελέκησε το κοντάρι κι αυτό έσπασε. Αλλά την ώρα που ο Ορκ πέταξε το κοντάρι και πήγε να τραβήξει το γιαταγάνι του, ο Αντούριλ έπεσε πάνω στην κάσκα του. Ο Ορκ έπεσε με το κεφάλι σκισμένο στα δυο. Οι σύντροφοι του το έβαλαν στα πόδια ουρλιάζοντας, καθώς ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν όρμησαν καταπάνω τους.