Выбрать главу

Ντουμ, ντουμ συνέχιζαν τα τύμπανα στα βάθη βροντερά κι αντιβούιζε ο τόπος.

— Τώρα! φώναξε ο Γκάνταλφ. Τώρα είναι η τελευταία ευκαιρία. Τρέξτε!

Ο Άραγκορν σήκωσε το Φρόντο απ’ εκεί που ήταν πεσμένος πλάι στον τοίχο κι έτρεξε στη σκάλα, σπρώχνοντας το Μέρι και τον Πίπιν μπροστά του. Οι άλλοι ακολούθησαν, αλλά τον Γκίμλι χρειάστηκε να τον τραβήξει δια της βίας ο Λέγκολας: παρ’ όλο τον κίνδυνο δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ τον τάφο του Μπάλιν, που είχε σταθεί με το κεφάλι χαμηλωμένο. Ο Μπορομίρ τράβηξε την ανατολική πόρτα που έτριζε στους μεντεσέδες της: είχε μεγάλους σιδερένιους κρίκους κι απ’ τις δυο πλευρές αλλά δεν αμπάρωνε.

— Είμαι εντάξει, κοντανάσανε ο Φρόντο. Μπορώ να περπατήσω. Άσε με κάτω!

Ο Άραγκορν παραλίγο να τον ρίξει κάτω απ’ τη σαστιμάρα του.

— Εγώ σε είχα για πεθαμένο! φώναξε.

— Όχι ακόμα! είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δεν είναι ώρα για απορίες. Φύγετε, όλοι σας, κατεβείτε τις σκάλες. Περιμένετε λίγα λεπτά κάτω για μένα, αλλά αν δεν έρθω γρήγορα, φύγετε! Να πηγαίνετε γρήγορα και να διαλέγετε μονοπάτια που να πηγαίνουν δεξιά και προς τα κάτω.

— Δεν μπορούμε να σ’ αφήσουμε να κρατήσεις την πόρτα μόνος! είπε ο Άραγκορν.

— Κάντε ό,τι σας λέω! είπε ο Γκάνταλφ άγρια. Τα σπαθιά δε χρησιμεύουν πια εδώ. Φύγετε!

Το πέρασμα δε φωτιζόταν από φωταγωγό κι ήταν πίσσα σκοτάδι. Κατέβηκαν ψαχουλευτά μια μεγάλη σκάλα κι ύστερα κοίταξαν πίσω· αλλά δεν μπορούσαν να δουν τίποτα εκτός απ’ την αμυδρή λάμψη του ραβδιού του μάγου, ψηλά πάνωθέ τους. Φαινόταν να στέκεται ακόμα φρουρός στην κλειστή πόρτα. Ο Φρόντο ανάσανε βαθιά κι έγειρε πάνω στο Σαμ, που τον αγκάλιασε. Στάθηκαν κοιτάζοντας ψηλά στη σκάλα στο σκοτάδι. Ο Φρόντο νόμιζε πως άκουγε τη φωνή του Γκάνταλφ ψηλά, να μουρμουρίζει λόγια που αντηχούσαν στην οροφή και κατέβαιναν κάτω σαν αναστεναγμοί. Τι έλεγε δεν μπορούσε να διακρίνει. Οι τοίχοι φαίνονταν να τρέμουν. Πότε πότε τα τύμπανα πάλλονταν και βροντούσαν: ντουμ, ντουμ.

Ξαφνικά στην κορφή της σκάλας άστραψε σαν μαχαιριά ένα άσπρο φως. Ύστερα ακούστηκε μια υπόκωφη βροντή κι ένας βαρύς γδούπος. Τα τύμπανα ξέσπασαν φρενιασμένα: ντουν-μπουμ, ντονμ-μπουμ κι ύστερα σταμάτησαν. Ο Γκάνταλφ κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες κι έπεσε χάμω στη μέση της Ομάδας.

— Λοιπόν, λοιπόν! Τέλειωσε! είπε ο μάγος και σηκώθηκε στα πόδια του, Έκανα ό,τι μπορούσα. Αλλά βρέθηκα αντιμέτωπος με κάποιο δυνατό σαν κι εμένα και παραλίγο να χαθώ. Αλλά μη στεκόσαστε εδώ! Συνεχίστε! Θα πρέπει να βολευτείτε δίχως φως για λίγο: είμαι αρκετά κλονισμένος. Συνεχίστε! Συνεχίστε! Πού είσαι, Γκίμλι; Έλα μπροστά, μαζί μου! Ελάτε κονιά πίσω μου, όλοι σας!

Σκόνταφταν πίσω του απορώντας τι να ’χε συμβεί. Ντουμ, ντουμ άρχισαν τα τύμπανα πάλι: τώρα ακούγονταν πνιγμένα και μακρινά, αλλά ακολουθούσαν. Δεν ακουγόταν κανένας άλλος θόρυβος καταδίωξης, ούτε ποδοβολητό ούτε καμιά φωνή. Ο Γκάνταλφ δεν έστριβε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, γιατί φαίνεται πως ο διάδρομος πήγαινε προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε. Πότε πότε κατέβαιναν σκαλοπάτια, πενήντα ή και περισσότερα. σε χαμηλότερο επίπεδο. Για την ώρα, αυτός ήταν ο κυριότερός τους κίνδυνος· γιατί στο σκοτάδι δεν μπορούσαν να δουν τη σκάλα, ώσπου να τη φτάσουν και να βάλουν τα πόδια τους στο κενό. Ο Γκάνταλφ χτυπούσε ψαχουλευτά τη γη με το ραβδί του σαν τυφλός.

Έπειτα από μία ώρα είχαν προχωρήσει ένα μίλι, ή ίσως και περισσότερο και είχαν κατεβεί πολλές σκάλες. Ακόμα δεν ακουγόταν θόρυβος καταδίωξης. Σχεδόν άρχισαν να ελπίζουν ότι θα ξέφευγαν. Στο τέλος της έβδομης σκάλας ο Γκάνταλφ σταμάτησε.

— Αρχίζει να κάνει ζέστη! λαχάνιασε. Θα πρέπει να έχουμε κατεβεί τουλάχιστο στο επίπεδο της Πύλης τώρα. Σύντομα θα πρέπει να αναζητήσουμε μια στροφή αριστερά να μας φέρει ανατολικά. Ελπίζω να μην είναι μακριά. Είμαι πολύ κουρασμένος. Πρέπει να ξεκουραστώ εδώ μια στιγμή, ακόμα κι αν όλοι οι Ορκ που γεννήθηκαν ποτέ είναι στο κατόπι μας.