Ο Γκίμλι τον πήρε απ’ το χέρι και τον βοήθησε να καθίσει στο σκαλοπάτι.
— Τι έγινε εκεί πέρα στην πόρτα; ρώτησε. Αντάμωσες αυτόν που χτυπούσε τα τύμπανα;
Δεν ξέρω, απάντησε ο Γκάνταλφ. Αλλά βρέθηκα ξαφνικά αντιμέτωπος μι; κάτι που δεν έχω ξανασυναντήσει. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο απ’ το να προσπαθήσω να κάνω μάγια στην πόρτα να μείνει κλειστή. Ξέρω πολλά· αλλά για να κάνεις κάτι τέτοιο σωστά χρειάζεσαι χρόνο και, ακόμα και τότε, η πόρτα μπορεί να σπάσει αν τη ζορίσει κάποιος πολύ δυνατός.
»Όπως στεκόμουν εκεί, μπορούσα ν’ ακούω τις φωνές των Ορκ στην άλλη πλευρά: από στιγμή σε στιγμή νόμιζα πως θα την παραβίαζαν. Δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι έλεγαν· φαίνονταν να μιλούν στη δική τους απαίσια γλώσσα. Το μόνο που έπιασα ήταν ghâsh: δηλαδή «φωτιά». Έπειτα κάτι μπήκε στο δωμάτιο — το ένιωσα μέσα από την πόρτα και οι ίδιοι οι Ορκ φοβήθηκαν και σώπασαν. Έπιασε το σιδερένιο κρίκο και τότε πήρε είδηση εμένα και τα μάγια μου.
» Τι ήταν δεν μπορώ να μαντέψω, αλλά ποτέ μου δεν ένιωσα τέτοια αντίθετη δύναμη. Τα αντι-μάγια του ήταν τρομερά. Σχεδόν με αφάνισαν. Για μια στιγμή η πόρτα ξέφυγε απ’ τον έλεγχό μου κι άρχισε ν’ ανοίγει! Αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω μια ισχυρή διαταγή. Αυτό όμως αποδείχτηκε πολύ μεγάλη πίεση. Η πόρτα έγινε θρύψαλα. Κάτι σκοτεινό σαν σύννεφο έκρυβε όλο το φως μέσα κι εγώ εκσφενδονίστηκα προς τα πίσω στη σκάλα. Όλος ο τοίχος υποχώρησε, καθώς επίσης και το ταβάνι του διαμερίσματος, νομίζω.
» Φοβάμαι πως ο Μπάλιν τώρα είναι θαμμένος βαθιά και ίσως και κάτι άλλο μαζί του. Δεν μπορώ να ξέρω. Αλλά τουλάχιστον το πέρασμα πίσω μας έκλεισε τελείως. Αχ! Ποτέ μου δεν έχω νιώσει τόσο εξαντλημένος, αλλά μου περνάει. Και τώρα τι έχεις να μας πεις, Φρόντο; Δεν είχαμε καιρό να μιλήσω, αλλά ποτέ δε χάρηκα τόσο στη ζωή μου όσο όταν μίλησες. Φοβήθηκα πως ο Άραγκορν κουβαλούσε στα χέρια του ένα γενναίο αλλά νεκρό χόμπιτ.
— Τι θέλετε να σας πω; είπε ο Φρόντο. Είμαι ζωντανός κι ολόκληρος, νομίζω. Είμαι στραπατσαρισμένος και πονάω, αλλά όχι και πολύ άσχημα.
— Λοιπόν, είπε ο Άραγκορν, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως οι χόμπιτ είναι καμωμένοι από υλικό τόσο σκληρό, που δεν έχω ξανασυναντήσει όμοιό του. Αν το ήξερα, θα μιλούσα λιγότερο έντονα στο Πανδοχείο του Μπρι! Αυτό το χτύπημα με το ακόντιο θα είχε σουβλίσει αγριογούρουνο!
— Να που εμένα δε με σούβλισε· και πολύ χαίρομαι που το λέω, είπε ο Φρόντο, αν και νιώθω λες και βρέθηκα ανάμεσα σε σφυρί κι αμόνι.
Δε συνέχισε. Έβρισκε πως πονούσε όταν ανάσαινε.
— Μοιάζεις του Μπίλμπο, είπε ο Γκάνταλφ. Κρύβεις παραπάνω απ’ όσα βλέπει το μάτι, όπως είχα πει και σ’ αυτόν πολύ παλιά.
Ο Φρόντο αναρωτήθηκε αν η κουβέντα έκρυβε περισσότερα απ’ όσα έλεγε.
Ξαναπήραν τώρα το δρόμο. Δεν πέρασε πολλή ώρα και μίλησε ο Γκίμλι. Είχε κοφτερά μάτια στο σκοτάδι.
— Νομίζω, είπε, πως υπάρχει φως μπροστά. Αλλά δεν είναι φως της μέρας. Είναι κόκκινο. Τι μπορεί να ’ναι;
— Ghâsh! μουρμούρισε ο Γκάνταλφ. Μήπως αυτό να εννοούσαν άραγε: ότι τα χαμηλότερα επίπεδα είχαν πιάσει φωτιά; Όμως εμείς μόνο μπροστά μπορούμε να πάμε.
Σε λίγο δεν υπήρχε αμφιβολία για το φως κι όλοι μπορούσαν να το δουν. Αναβόσβηνε και κοκκίνιζε στους τοίχους στο βάθος του διαδρόμου μπροστά τους. Τώρα μπορούσαν να δούνε πού πάνε: μπροστά τους ο δρόμος χαμήλωνε γρήγορα και σε κάποια απόσταση στο βάθος βρισκόταν μια χαμηλή καμάρα απ’ όπου ερχόταν το φως που όλο και δυνάμωνε. Ο αέρας έγινε καυτός.
Σαν έφτασαν στην καμάρα ο Γκάνταλφ την πέρασε κάνοντάς τους γοημα να περιμένουν. Όπως στεκόταν πέρα απ’ το άνοιγμα, είδαν το πρόδωπό του να το φωτίζει μια κόκκινη λάμψη. Πισωπάτησε γρήγορα.
— Κάποια καινούρια διαβολιά γίνεται εδώ, είπε, που σίγουρα την έχουν σκαρφιστεί για την υποδοχή μας. Αλλά ξέρω πού είμαστε. Έχουμε φτάσει στο Πρώτο Βάθος, στο επίπεδο ακριβώς κάτω απ’ τις Πύλες. Αυτή είναι η Δεύτερη Αίθουσα της Αρχαίας Μόρια· και οι Πύλες είναι κοντά: πέρα στην ανατολική πλευρά αριστερά, όχι περισσότερο από ένα τέταρτο του μιλίου. Πάνω απ’ τη Γέφυρα, τη φαρδιά σκάλα, τον πλατύ δρόμο μέσ’ από την Πρώτη Αίθουσα κι έξω! Αλλά ελάτε να δείτε.
Κοίταξαν έξω. Μπροστά τους υπήρχε άλλη μια υποχθόνια αίθουσα. Ηταν ψηλότερη και πολύ πιο μεγάλη στο μάκρος απ’ εκείνη που είχαν διανυκτερεύσει. Βρισκόντουσαν στην ανατολική της άκρη· δυτικά η αίθουσα χανόταν στο σκοτάδι. Κατά μήκος στο κέντρο περνούσε μια διπλή σειρά πυργωτές κολόνες. Ήταν σκαλισμένες σαν κορμοί θεόρατων δέντρων, που τα κλαδιά τους κρατούσαν την οροφή με σκαλιστές διακλαδώσεις. Οι κορμοί τους ήταν λείοι και μαύροι, αλλά μια κοκκινίλα ανταύγαζε σκοτεινά στις πλευρές τους, Απ’ τη μια μεριά στην άλλη, κοντά στη βάση δυο τεράστιων στύλων, το πάτωμα είχε σκιστεί στα δυο σχηματίζοντας ένα μεγάλο χάσμα. Από μέσα έβγαινε ένα θυμωμένο κόκκινο φως και πότε πότε φλόγες έγλειφαν τις άκρες του και τυλίγονταν γύρω απ’ τις βάσεις των στύλων. Μικρά σύννεφα μαύρου καπνού λικνίζονταν στον καυτό αέρα.