— Αν είχαμε κατεβεί απ’ τις πάνω αίθουσες, απ’ τον κυρίως δρόμο, θα είχαμε παγιδευτεί εδώ, είπε ο Γκάνταλφ. Ας ελπίσουμε πως η φωτιά τώρα βρίσκεται ανάμεσα σ’ εμάς και στην καταδίωξη. Ελάτε! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.
Ενώ μιλούσε ακόμα, άκουσαν πάλι τα τύμπανα που τους κυνηγούσαν: Ντουμ, ντουμ, ντουμ. Μακριά πέρα στις σκιές, απ’ τη δυτική άκρη της αίθουσας έρχονταν φωνές και σαλπίσματα. Ντουμ, ντουμ: οι κολόνες φαίνονταν να σείονται και οι φλόγες να τρεμουλιάζουν.
— Εμπρός τώρα, το τελευταίο τρέξιμο! είπε ο Γκάνταλφ. Αν ο ήλιος λάμπει έξω μπορεί ακόμα να ξεφύγουμε. Ακολουθήστε με!
Έστριψε αριστερά κι έτρεξε στο ίσιο δάπεδο της αίθουσας. Η απόσταση ήταν πιο μεγάλη απ’ ό,τι έδειχνε. Όπως έτρεχαν άκουσαν το ποδοβολητό και τον αντίλαλο πολλών βιαστικών ποδιών πίσω τους. Μια διαπεραστική φωνή υψώθηκε: τους είχαν δει. Ακούστηκε το ντιντίνισμα και η κλαγγή του ατσαλιού. Ένα βέλος σφύριξε πάνω απ’ το κεφάλι του Φρόντο.
Ο Μπορομίρ γέλασε.
— Δεν το περίμεναν αυτό, είπε. Η φωτιά τους έκοψε το δρόμο. Εμείς είμαστε απ’ την άλλη μεριά!
— Κοίτα μπροστά σου, φώναξε ο Γκάνταλφ, Η Γέφυρα είναι κοντά. Είναι επικίνδυνη και στενή.
Ξαφνικά ο Φρόντο είδε μπροστά του ένα μαύρο χάσμα. Στην άκρη της αίθουσας το πάτωμα χανόταν κι έπεφτε σ’ άγνωστα βάθη. Η εξωτερική πόρτα ήταν προσιτή μόνο από μια λεπτή πέτρινη γέφυρα, χωρίς κράσπεδο ή κάγκελο, που ένωνε το χάσμα κάνοντας ένα καμπυλωτό πήδημα κάπου πενήντα πόδια. Ήταν ένας πανάρχαιος τρόπος άμυνας των Νάνων εναντίον κάθε εχθρού που θα μπορούσε να καταλάβει την Πρώτη Αίθουσα και τα εξωτερικά περάσματα. Μπορούσαν να την περάσουν μόνο ο ένας πίσω απ’ τον άλλο. Στην άκρη ο Γκάνταλφ σταμάτησε και οι άλλοι έφτασαν όλοι μαζί πίσω του.
— Πρώτος εσύ, Γκίμλι! είπε. Ο Πίπιν κι ο Μέρι ύστερα. Ίσια μπρος και στη σκάλα μετά την πόρτα!
Τα βέλη έπεφταν ανάμεσά τους. Ένα χτύπησε το Φρόντο και τινάχτηκε πίσω. Ένα άλλο τρύπησε το καπέλο του Γκάνταλφ κι έμεινε εκεί σαν μαύρο φτερό. Ο Φρόντο κοίταξε πίσω. Πέρα απ’ τη φωτιά είδε μαζεμένες μαύρες σιλουέτες: θα ήταν εκατοντάδες Ορκ. Κράδαιναν δόρατα και γιαταγάνια που άστραφταν κόκκινα στο φως της φωτιάς. Ντουμ, ντουμ αντηχούσαν τα τύμπανα, που όλο δυνάμωναν, ντουμ, ντουμ.
Ο Λέγκολας στράφηκε κι έβαλε ένα βέλος στη χορδή του τόξου του αν κι η απόσταση ήταν μεγάλη. Την τράβηξε, αλλά το χέρι του έπεσε και το βέλος γλίστρησε στη γη. Έβγαλε μια φωνή όλο απελπισία και φόβο. Δυο μεγάλοι γίγαντες φάνηκαν· κουβαλούσαν μεγάλες πέτρινες πλάκες και τις έριξαν πάνω απ’ το χάσμα για να χρησιμέψουν σαν περάσματα πάνω απ’ τη φωτιά. Αλλά δεν ήταν οι γίγαντες που είχαν γεμίσει την καρδιά του Ξωτικού με τρόμο. Οι σειρές των Ορκ άνοιξαν και στριμώχτηκαν πίσω, λες κι αυτοί οι ίδιοι να φοβόντουσαν. Κάτι πλησίαζε από πίσω τους. Τι ήταν ακριβώς δε φαινόταν καλά: έμοιαζε με μεγάλο ίσκιο, που στη μέση του υπήρχε μια σκοτεινή μορφή, ίσως σ’ ανθρώπινο σχήμα, μεγαλύτερη όμως· και δύναμη και τρόμος φαινόταν να βγαίνουν από πάνω της και να προπορεύονται.
Έφτασε στην άκρη της φωτιάς και το φως ξεθώριασε, λες κι ένα σύννεφο να την είχε κρύψει. Ύστερα όρμησε και πήδηξε πάνω απ’ τη σχισμή. Οι φλόγες βούιξαν κι ανέβηκαν να την υποδεχτούν κι έκανα στεφάνια γύρω της· ένας μαύρος καπνός στριφογύριζε στον αέρα. Η ξέπλεκη χαίτη της άναψε και λαμπάδιασε πίσω της. Στο δεξί χέρι είχε μια λάμα σαν μυτερή γλώσσα φωτιάς και στ’ αριστερό κρατούσε ένα μαστίγιο με πολλά λουριά.
— Άι, άι! θρήνησε ο Λέγκολας. Ένας Μπάρλονγκ! Ένας Μπάρλονγκ: ηρθε!
Ο Γκίμλι κοίταζε με γουρλωμένα μάτια.
— Ο Χαμός του Ντούριν! φώναξε και, αφήνοντας το τσεκούρι του να πέσει, σκέπασε το πρόσωπό του. Ένας Μπάρλονγκ, ψιθύρισε ο Γκάνταλφ. Τώρα καταλαβαίνω.
Τρέκλισε κι έγειρε βαριά το ραβδί του.
Τι κακή τύχη! Κι είμαι κιόλας πολύ κουρασμένος.
Η σκοτεινή φλεγόμενη μορφή έτρεξε καταπάνω τους. Οι Ορκ με μεγάλες κραυγές ξεχύθηκαν πάνω απ’ τις πέτρινες γέφυρες. Τότε ο Μπορομίρ σήκωσε το βούκινό του και φύσηξε. Το σάλπισμα αντήχησε δυνατό, βρυχήθηκε, λες και φώναζαν δυνατά αμέτρητες φωνές μες στη σπηλιά. Για μια στιγμή οι Ορκ δείλιασαν κι η πύρινη σκιά σταμάτησε. Έπειτα οι αντίλαλοι έσβησαν τόσο ξαφνικά όσο και μια φλόγα που τη φυσά ένας σκοτεινός άνεμος· κι ο εχθρός προχώρησε ξανά.