Η Ομάδα τους προσπέρασε αδιαφορώντας γι’ αυτούς. Έτρεξαν, πέρασαν τις πύλες και κατέβηκαν τα φθαρμένα απ’ το χρόνο σκαλοπάτια, το κατώφλι της Μόρια.
Έτσι, τέλος, χωρίς να το ελπίζουν, βρέθηκαν κάτω απ’ τον ουρανό κι έντωσαν τ’ αγέρι στα πρόσωπά τους.
Δε σταμάτησαν παρά όταν βρέθηκαν εκτός βολής απ’ τα τείχη. Η Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα απλωνόταν γύρω τους. Η σκιά των Ομιχλιασμένων Βουνών έπεφτε πάνω της, αλλά ανατολικά ένα χρυσαφένιο φως απλωνόταν πάνω στη γη. Ήταν μία μετά το μεσημέρι. Ο ήλιος έλαμπε· τα σύννεφα ψηλά ήταν άσπρα.
Κοίταξαν πίσω. Η καμάρα της Πύλης έχασκε σκοτεινή στη σκιά του βουνού. Ξέψυχα βαθιά στη γη αντηχούσαν αργά τα τύμπανα: ντουμ. Ένας λεπτός μαύρος καπνός έβγαινε έξω. Δε φαινόταν τίποτ’ άλλο· η κοιλάδα ολόγυρά τους ήταν άδεια. Ντουμ. Η λύπη επιτέλους τους κυρίεψε κι έκλαψαν πολύ: μερικοί όρθιοι και σιωπηλοί κι άλλοι πεσμένοι στο χώμα. Ντουμ, ντουμ. Τα τύμπανα ξεψύχησαν.
Κεφάλαιο VI
ΛΟΘΛΟΡΙΕΝ
— Αλίμονο! Πολύ φοβάμαι πως δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ άλλο, είπε ο Άραγκορν.
Κοίταξε τα βουνά και σήκωσε ψηλά το σπαθί του. — Έχε γεια, Γκάνταλφ! φώναξε. Δε σου είπα: αν περάσεις τις πόρτες της Μόρια, πρόσεχε; Αλίμονο, μίλησα αληθινά. Τι ελπίδα έχουμε χωρίς εσένα;
Στράφηκε στην Ομάδα.
— Πρέπει να τα καταφέρουμε χωρίς ελπίδα, είπε. Τουλάχιστον μπορεί ακόμα να πάρουμε εκδίκηση. Σφίξτε τα ζωνάρια σας και μην κλαίτε πια! Ελάτε! Έχουμε μεγάλο δρόμο και πολλή δουλειά.
Σηκώθηκαν και κοίταξαν γύρω τους. Στο βοριά η μικρή κοιλάδα στένευε στις σκιές ανάμεσα σε δυο μεγάλες προεξοχές των βουνών, που ψηλά οι άσπρες τους κορφές έλαμπαν: Κελέμπτιλ, Φανουίντολ, Καράντρας, τα Βουνά της Μόρια. Στην αρχή του στενού ένας ορμητικός χείμαρρος κυλούσε σαν άσπρη δαντέλα, πέφτοντας από μια ατέλειωτη σκάλα μικρούς καταρράκτες· ένα υγρό σύννεφο κρεμόταν στον αέρα γύρω στα πόδια των βουνών.
— Εκεί πέρα είναι η Σκιοχείμαρρη Σκάλα, είπε ο Άραγκορν, δείχνοντας τους καταρράκτες. Θα είχαμε έρθει απ’ τη χαράδρα που κατεβαίνει πλάι στο χείμαρρο αν η τύχη μας ήταν καλύτερη.
— Ή ο Καράντρας λιγότερο ανελέητος, είπε ο Γκίμλι. Για δες τον πώς στέκεται και χαμογελάει στον ήλιο!
Έσεισε τη γροθιά του στην πιο μακρινή απ’ τις χιονισμένες κορφές και γύρισε απ’ την άλλη μεριά.
Στην ανατολή οι προεξοχές των βουνών τέλειωναν απότομα και μετά διακρίνονταν μακρινές εκτάσεις, πλατιές και θαμπές. Στο νοτιά τα Ομιχλιασμένα Βουνά απλώνονταν χωρίς τελειωμό ως εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι. Λιγότερο από ένα μίλι απόσταση και λίγο πιο χαμηλά, γιατι βρίσκονταν ακόμα ψηλά στη δυτική πλευρά της κοιλάδας, υπήρχε μια λίμνη. Ήταν μακρόστενη και οβάλ, σε σχήμα μεγάλου κεφαλιού από ακόντιο, που έμπαινε βαθιά στη βορινή κλεισούρα· αλλά η νότια άκρη της ήταν έξω απ’ τους ίσκιους κάτω απ’ τον ηλιόλουστο ουρανό. Τα νερά της όμως ήταν σκοτεινά: σκούρα μπλε, σαν τον καθαρό βραδινό ουρανό όταν τον βλέπεις μέσα από ένα φωτισμένο δωμάτιο. Η επιφάνειά της ήταν ακίνητη κι αρυτίδωτη. Γύρω γύρω της απλωνόταν μαλακό χορτάρι που έφτανε ως τις ομαλές όχθες της.
— Εκεί βρίσκεται η Γυάλινη Λίμνη, η βαθιά Κέλεντ-ζάραμ! είπε ο Γκίμλι λυπημένα. Τον θυμάμαι που μου είπε: «Είθε να χαρείς που θα τη δεις! Μα δε Πα μπορέσουμε να σταθούμε εκεί». Τώρα θα ταξιδέψω μακριά πριν νιώσω χαρά ξανά. Γιατί είμαι εγώ που πρέπει να βιαστώ να φύγω κι αυτός που πρέπει να μείνει πίσω.
Η Ομάδα τώρα πήρε το δρόμο που κατηφόριζε απ’ τις Πύλες. Ήταν ανώμαλος και χαλασμένος και γινόταν ένα φιδωτό μονοπάτι ανάμεσα σε ρείκια και βράχους που ξεπετάγονταν ανάμεσα απ’ τις ραγισμένες πλάκες. Αλλά ακόμα έδειχνε ότι κάποτε πολύ παλιά ήταν μεγάλος, πλακόστρωτος κι ανέβαινε ψηλά, ξεκινώντας απ’ τις χαμηλές περιοχές του Νανοβασίλειου. Σε μερικά σημεία υπήρχαν πέτρινα ερείπια πλάι στο μονοπάτι και πράσινα βουναλάκια, που στην κορφή τους φύτρωναν λυγερές σημύδες ή έλατα που θρόιζαν στο πέρασμα του ανέμου. Στρίβοντας ανατολικά, έφτασαν κοντά στην πρασινάδα της Γυάλινης Λίμνης κι εκεί, όχι μακριά από την άκρη του δρόμου, στεκόταν μια μοναδική κολόνα με σπασμένη την κορφή.
— Αυτή είναι η Πέτρα του Ντούριν! φώναξε ο Γκίμλι. Δεν μπορώ να περάσω χωρίς να πάω μια στιγμή να δω το θαύμα της κοιλάδας!
— Όμως κάνε γρήγορα, είπε ο Άραγκορν, ρίχνοντας μια ματιά πίσω στις Πύλες. Ο ήλιος πέφτει νωρίς. Οι Ορκ, ίσως, δε θα βγουν πριν σουρουπώσει, αλλά εμείς πρέπει να βρισκόμαστε μακριά πριν πέσει η νύχτα. Το Φεγγάρι βρίσκεται στη χάση του κι απόψε θα είναι σκοτεινά.
— Έλα μαζί μου, Φρόντο! φώναξε ο νάνος, βγαίνοντας απ’ το δρόμο. Δε θέλω να περάσεις χωρίς να δεις την Κέλεντ-ζάραμ.
Έτρεξε στην πράσινη κατηφοριά.