Выбрать главу

Ο Φρόντο ακολούθησε αργά, νιώθοντας να τον τραβάει το ακίνητο γαλάζιο νερό παρ’ όλη του την κούραση και τους πόνους· ο Σαμ πήγε πίσω του.

Πλάι στην όρθια πέτρα ο Γκίμλι σταμάτησε και κοίταξε ψηλά. Ήταν ραγισμένη και φθαρμένη απ’ τον καιρό και τα ξέθωρα ρουνικά απάνω της δεν μπορούσαν να διαβαστούν.

— Αυτή η κολόνα σημαδεύει το μέρος που για πρώτη φορά ο Ντούριν κοίταξε στη Γυάλινη Λίμνη, είπε ο νάνος- Ας κοιτάξουμε κι εμείς μια φορά, πριν φύγουμε!

Έσκυψαν πάνω απ’ το σκοτεινό νερό. Στην αρχή δεν μπορούσαν να δουν τίποτα. Ύστερα σιγά σιγά είδαν τις σιλουέτες των γύρω βουνών να καθρεφτίζονται μέσα στο βαθύ γαλάζιο φόντο και οι κορφές τους έμοιαζαν πούπουλα από άσπρη φωτιά· στη μέση ήταν ουρανός. Κι εκεί, σαν πετράδια πεσμένα βαθιά, τρεμόσβηναν λαμπερά αστέρια, μόλο που στον ουρανό ψηλά έλαμπε ο ήλιος. Απ’ τις δικές τους σκυμμένες μορφές δεν μπορούσαν να διακρίνουν ούτε σκιά.

— Ω, Κέλεντ-ζάραμ, ωραία και θαυμαστή! είπε ο Γκίμλι. Εδώ βρίσκεται η Κορόνα του Ντούριν, ώσπου να ξυπνήσει πάλι. Έχε γεια! Υποκλίθηκε, γύρισε και βιάστηκε ν’ ανεβεί την πράσινη πλαγιά και να βγει ξανά στο δρόμο.

— Τι είδες; είπε ο Πίπιν στο Σαμ, αλλά ο Σαμ ήταν πολύ απορροφημένος απ’ τις σκέψεις του και δεν απάντησε.

Ο δρόμος τώρα έστριψε νότια και κατηφόριζε γρήγορα, βγαίνοντας απ’ την κοιλάδα. Αρκετά παρακάτω απ’ τη λίμνη συνάντησαν ένα βαθύ κεφαλάρι, διάφανο σαν κρύσταλλο. Το νερό ξεχύλιζε πάνω από μια πέτρα κι έτρεχε αστράφτοντας γαργαρίστό σ’ ένα πέτρινο αυλάκι.

— Εδώ είναι η πηγή του Ασημόφλεβσυ ποταμού, είπε ο Γκίμλι. Μην πιείτε. Το νερό είναι πολύ παγωμένο.

— Γρήγορα γίνεται ορμητικός ποταμός και μαζεύει νερό από πολλούς άλλους βουνίσιους χείμαρρους, είπε ο Άραγκορν. Ο δρόμος μας πηγαίνει πλάι του για πολλά μίλια. Θα σας πάω από το δρόμο που είχε διαλέξει ο Γκάνταλφ· και πρώτα πρώτα ελπίζω να φτάσουμε στα δάση όπου ο Ασημόφλεβος χύνεται στο Μεγάλο Ποταμό — εκεί πέρα.

Κοίταξαν κατά το μέρος που έδειξε και είδαν το ποτάμι να κυλά διασχίζοντας την κοιλάδα και να συνεχίζει πέρα στα χαμηλώματα, μέχρι που χανόταν σε μια χρυσή καταχνιά.

— Εκεί είναι τα δάση του Λοθλόριεν! είπε ο Λέγκολας. Το ωραιότερο απ’ όλα τα μέρη που ζουν οι δικοί μου. Δεν υπάρχουν δέντρα όμοια με τα δέντρα εκείνου του τόπου. Γιατί το φθινόπωρο δεν πέφτουν τα φύλλα τους, γίνονται μόνο χρυσά. Δεν πέφτουν παρά μόνο σαν έρθει η άνοιξη κι ανοίγουν τα καινούρια και τότε τα κλαδιά είναι φορτωμένα με κίτρινα λουλούδια. Το δάπεδο του δάσους είναι χρυσαφένιο και χρυσή είναι κι η οροφή και οι κολόνες ασημένιες, γιατί ο φλοιός των δέντρων είναι λείος και γκρίζος. Έτσι λένε ακόμα τα τραγούδια μας στο Δάσος της Σκοτεινιάς. Η καρδιά μου θα χαρεί αν βρεθούμε στις άκρες του δάσους κι αν ήταν άνοιξη!

— Η δική μου θα χαιρόταν ακόμα και το χειμώνα, είπε ο Άραγκορν. Αλλ’ αυτό βρίσκεται μίλια μακριά. Ας βιαστούμε.

Για αρκετή ώρα ο Φρόντο κι ο Σαμ κατάφερναν κι ακολουθούσαν τουσ άλλους· αλλά ο Άραγκορν τους οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα κι ύστερα από λίγο ξέμειναν πίσω. Δεν είχαν φάει τίποτα από νωρίς το πρωί. Το τραύμα του Σαμ έκαιγε και το κεφάλι του ζαλιζόταν. Παρ’ όλο που ο ήλιος έλαμπε, ο αέρας του φαινόταν ψυχρός ύστερα απ’ τη ζεστή σκοτεινιά η Μύρια. Ανατρίχιασε. Ο Φρόντο ένιωθε στο κάθε του βήμα να πονάει περισσότερο και δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει.

— Τέλος, ο Λέγκολας γύρισε πίσω και, σαν τους είδε μακριά, το είπε στον Άραγκορν. Οι άλλοι σταμάτησαν κι ο Άραγκορν έτρεξε πίσω, φωτιζοντας στον Μπορομίρ να τον ακολουθήσει.

— Συγνώμη, Φρόντο! φώναξε όλος έννοια. Έγιναν τόσα πολλά σήμερα κι έχουμε τόση ανάγκη να βιαστούμε που ξέχασα πως είσαι χτυπημένος· κι ο Σαμ το ίδιο. Θα ’πρεπε να μιλούσατε. Δεν κάναμε τίποτα, ενώ θα ’πρε-με για να σας ανακουφίσουμε κι ας ήταν όλοι οι Ορκ της Μόρια στο κατόμ μας. Ελάτε τώρα! Λίγο πιο κάτω έχει ένα μέρος που μπορούμε να ξεκουριστούμε λιγάκι. Εκεί θα κάνω ό,τι μπορώ για σας. Έλα, Μπορομίρ. Θα στυς πάρουμε στα χέρια.

Σε λίγο βρήκαν έναν άλλο χείμαρρο που κυλούσε απ’ τη δύση κι έδινε το γαργαριστό του νερό στο βιαστικό Ασημόφλεβο. Ύστερα μαζί έπεφταν απο έναν καταρράκτη πάνω σε μια πρασινόχρωμη πέτρα και χύνονταν αφρίζοντας σε μια μικρή κοιλάδα. Γύρω εκεί είχε έλατα, κοντόσωμα και σκυφτά και οι όχθες ήταν απόκρημνες και ντυμένες με ελαφόχορτο και θάμνους από βατόμουρα. Στο κάτω μέρος είχε ένα πλάτωμα που το ποτάμι φυλούσε πλατσουρίζοντας πάνω από γυαλιστερά βότσαλα. Εκεί ξεκουράστηκαν. Ήταν τώρα τρεις μετά το μεσημέρι και είχαν απομακρυνθεί μόνο μερικά μίλια από τις Πύλες. Ο ήλιος κιόλας γύριζε στη δύση.

Ενώ ο Γκίμλι κι οι δυο νεότεροι χόμπιτ έβγαλαν νερό κι άναβαν φωτιά από ξερόκλαδα κι ελατόξυλα, ο Άραγκορν περιποιήθηκε το Σαμ και το Φρόντο, Η πληγή του Σαμ δεν ήταν βαθιά, αλλά έδειχνε κακοφορμισμένη και το πρόσωπο του Άραγκορν ήταν σοβαρό καθώς την εξέταζε. Ύστερα από μια στιγμή σήκωσε το κεφάλι μ’ ανακούφιση.