Выбрать главу

— Μπράβο τύχη, Σαμ! είπε. Πολλοί τον έχουν πληρώσει χειρότερα τον πρώτο Ορκ που σκότωσαν. Το κόψιμο δεν είναι δηλητηριασμένο, όπως είναι πολύ συχνά οι πληγές από σπαθιά των Ορκ. Θα κλείσει καλά τώρα που θα το περιποιηθώ. Πλύνε το όταν ο Γκίμλι ζεστάνει το νερό.

Άνοιξε την παλάσκα του κι έβγαλε κάτι μαραμένα φύλλα.

— Είναι ξερά κι αρκετή απ’ την αποτελεσματικότητά τους έχει χαθεί, είπε, αλλά έχω εδώ ακόμα μερικά φύλλα από athelas που τα είχα μαζέψει κοντά στην Κορυφή των Καιρών. Τρίψε ένα μέσα στο νερό και πλύνε την πληγή σου κι εγώ θα σ’ τη δέσω. Τώρα η σειρά σου, Φρόντο.

— Είμαι εντάξει, είπε ο Φρόντο, μη θέλοντας να του πειράξουν τα ρούχα. Το μόνο που χρειαζόμουνα ήταν λίγο φαΐ και λίγη ξεκούραση.

— Όχι! είπε ο Άραγκορν. Πρέπει να ρίξουμε μια ματιά και να δούμε τι σου έκαναν το σφυρί και το αμόνι. Εγώ ακόμα θαυμάζω πώς είσαι ζωντανός.

Μαλακά μαλακά έβγαλε το σακάκι του Φρόντο και το φθαρμένο πουκάμισο κι έβγαλε μια φωνή θαυμασμού. Ύστερα έβαλε τα γέλια. Ο ασημένιος θώρακας άστραφτε μπροστά στα μάτια του σαν το φως πάνω στην κυματιστή θάλασσα. Προσεκτικά τον έβγαλε και τον κράτησε ψηλά και τα πετράδια του έλαμψαν σαν αστέρια· ο ήχος από την αλυσιδωτή του ύφανση έμοιαζε με το θόρυβο που κάνει η βροχή σαν πέφτει σε λιμνούλα.

— Κοιτάξτε, φίλοι μου! φώναξε. Να ένα ωραίο χομπιτο-δέρμα που αξίζει να τυλίξει και Ξωτικο-πριγκιπόπουλο! Αν το ήξεραν πως οι χόμπιτ έχουν τέτοια τομάρια, όλοι οι κυνηγοί της Μέσης-Γης θα έτρεχαν στο Σάιρ.

— Κι όλα τα βέλη κι όλοι οι κυνηγοί του κόσμου δε θα κατάφερναν τίποτα, είπε ο Γκίμλι, κοιτάζοντας το θώρακα με θαυμασμό. Είναι φτιαγμένος από μίθριλ. Μίθριλ! Ποτέ μου δεν είδα ούτε άκουσα να μιλούν για τέτοιο ωραίο θώρακα. Είναι αυτός που έλεγε ο Γκάνταλφ; Αν είναι, τότε υποτίμησε την αξία του. Αλλά χαρίστηκε άξια!

— Συχνά αναρωτήθηκα τι κάνατε εσύ κι ο Μπίλμπο στα κρυφά στο δωματιάκι του, είπε ο Μέρι. Ας είναι καλά ο γερο-χόμπιτ! Τώρα τον αγαπώ ακόμα περισσότερο. Ελπίζω να μας δοθεί η ευκαιρία να του πούμε τι έγινε.

Μια μαύρη μελανιά απλωνόταν στη δεξιά πλευρά του Φρόντο και στο στήθος. Κάτω απ’ τον αλυσιδωτό θώρακα φορούσε ένα πουκάμισο από μαλακό δέρμα, αλλά σ’ ένα σημείο οι κρίκοι είχαν περάσει κι είχαν μπει μέσα στις σάρκες του. Και η αριστερή πλευρά του Φρόντο επίσης ήταν σημαδεμένη και μελανιασμένη εκεί που είχε χτυπήσει στον τοίχο. Την ώρα που οι άλλοι ετοίμαζαν το φαγητό, ο Άραγκορν έπλυνε τα χτυπήματα με νερό από athelas. Το αψύ του άρωμα γέμισε τη μικρή κοιλάδα κι όλοι όσοι έσκυψαν πάνω απ’ το αχνιστό νερό ένιωσαν αναζωογονημένοι και πήραν δύναμη. Σε λίγο ο Φρόντο ένιωσε τον πόνο να τον αφήνει κι ανάσαινε μ’ ευκολία, αν κι ήταν πιασμένος και πονούσε, σαν τον άγγιζες, για μέρες. Ο Άραγκορν του έβαλε μαλακές κομπρέσες στο πλευρό του.

— Ο αλυσιδωτός θώρακας είναι καταπληκτικά ελαφρός, είπε. Αν μπορείς να τον υποφέρεις, φόρεσέ τον πάλι. Η καρδιά μου χαίρεται που ξέρει πως έχεις τέτοιο θώρακα. Μην τον βγάζεις ούτε στον ύπνο σου, εκτός και η τύχη σε φέρει σε μέρη που για λίγο θα είσαι ασφαλισμένος· κι αυτό πολύ σπάνια θα σου τύχει όσο καιρό κρατήσει η αποστολή σου.

Σαν έφαγαν, ετοιμάστηκαν να συνεχίσουν. Έσβησαν τη φωτιά κι έκρυψαν όλα της τα ίχνη. Έπειτα, βγαίνοντας απ’ τη μικρή κοιλάδα, πήραν το δρόμο ξανά. Δεν είχαν προχωρήσει πολύ κι ο ήλιος έδυσε στα βουνά της δύσης και μεγάλες σκιές κατέβηκαν απ’ τις βουνοπλαγιές. Το λυκόφως σκέπασε τα πόδια τους και ομίχλη σηκώθηκε στα βαθουλώματα. Μακριά στην ανατολή το φως του δειλινού απλωνόταν χλωμό πάνω σε θαμπές πεδιάδες και δάση. Ο Σαμ κι ο Φρόντο νιώθοντας τώρα ανακουφισμένοι και με καινούριες δυνάμεις, μπορούσαν να πηγαίνουν γρήγορα και με μια μικρή διακοπή μόνον ο Άραγκορν οδήγησε την Ομάδα τρεις περίπου ωρες ακόμα.

Ήταν σκοτάδι. Η νύχτα είχε πέσει για καλά. Είχε πολλά ζωηρά αστέρια, αλλά το φεγγάρι, που βρισκόταν στις τελευταίες του μέρες, θ’ αργούσε να βγει. Ο Γκίμλι κι ο Φρόντο πήγαιναν τελευταίοι. Περπατούσαν μαλακά και δε μιλούσαν. Είχαν το νου τους μην τυχόν κι ακούσουν κανένα θόρυβο στο δρόμο πίσω τους. Τέλος, ο Γκίμλι έκοψε τη σιωπή:

— Λεν ακούγεται τίποτα εκτός απ’ τον άνεμο, είπε. Κι αν έχει καλικαντζάρους εδώ κοντά, τότε τ’ αυτιά μου είναι ξύλινα. Ας ελπίσουμε πως οι Ορκ θα μείνουν ικανοποιημένοι που μας πέταξαν έξω απ’ τη Μόρια. Και ίσως αυτός να ήταν κι όλος τους ο σκοπός και να μην είχε καμιά σχέση με μας — με το Δαχτυλίδι. Αν και συχνά οι Ορκ καταδιώκουν πολλές λεύγες στον κάμπο τους εχθρούς τους, αν θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο κάποιου αρχηγού.