Ο Φρόντο δεν απάντησε. Κοίταξε το Κεντρί κι η λάμα του ήταν σκοτεινή. Είχε όμως ακούσει κάτι ή νόμιζε πως είχε. Μόλις είχαν πέσει οι σκιές γύρω τους κι είχε σκοτεινιάσει ο δρόμος πίσω τους, είχε ακούσει ξανά το γρήγορο πατ-πατ από πόδια. Τ’ άκουγε και τώρα ακόμα. Γύρισε πίσω απότομα. Είδε δυο μικροσκοπικά φωτάκια ή, για μια στιγμή, νόμισε πως τα είδε, αλλ’ αμέσως γλίστρησαν στο πλάι και χάθηκαν.
— Τι είναι; είπε ο νάνος.
— Δεν ξέρω, απάντησε ο Φρόντο, Νόμισα πως άκουσα βήματα και μου φάνηκε πως είδα ένα φως — σαν μάτια. Μου ’χει φανεί πολλές φορές από τότε που πρωτομπήκαμε στη Μόρια.
Ο Γκίμλι σταμάτησε κι έσκυψε στη γη.
— Δεν ακούω τίποτα εκτός απ’ τις νυχτοκουβέντες που κάνουν τα φυτά κι οι πέτρες, είπε. Έλα! Ας βιαστούμε! Οι άλλοι δε φαίνονται.
Ο νυχτερινός άνεμος φύσηξε στην κοιλάδα και τους αντάμωσε ψυχρός. Μπροστά τους υψώθηκε μια πλατιά γκρίζα σκιά κι άκουσαν το ασταμάτητο θρόισμα φύλλων, όπως κάνουν οι λεύκες στο φύσημα της αύρας.
— Το Λοθλόριεν! φώναξε ο Λέγκολας. Το Λοθλόριεν! Φτάσαμε στις αρχές του Χρυσαφένιου Δάσους. Κρίμα που είναι χειμώνας!
Μες στη νύχτα τα δέντρα υψώνονται μπροστά τους, σκεπάζοντας το δρόμο και το ποτάμι που περνούσαν τώρα κάτω απ’ τ’ απλωμένα κλαδιά τους. Στο αμυδρό φως των αστεριών οι κορμοί τους ήταν γκρίζοι και τα τρεμάμενα φύλλα τους υποψία χρυσοκόκκινου.
— Το Λοθλόριεν! είπε ο Αραγκορν. Πόσο χαίρομαι που ξανακούω τ’ αγέρι στα δέντρα. Δεν απέχουμε παρά πέντε λεύγες και κάτι απ’ τις Πύλες, μα δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω. Εδώ ας ελπίσουμε πως οι αρετές των Ξωτικών θα μας φυλάξουν απόψε από τον κίνδυνο που έρχεται πίσω μας.
— Αν στ’ αλήθεια τα Ξωτικά κατοικούν ακόμα εδώ, τώρα που ο κόσμος σκοτεινιάζει, είπε ο Γκίμλι.
— Είναι πολύς καιρός από τότε που οι δικοί μου ταξίδεψαν εδώ, στη γη απ’ όπου ξεκινήσαμε τα πολύ παλιά τα χρόνια, είπε ο Λέγκολας, αλλά μαθαίνουμε πως το Λόριεν δεν έχει ερημωθεί ακόμα, γιατί υπάρχει μια μυστική δύναμη εδώ που δεν αφήνει το κακό να πατήσει στην περιοχή. Αλλά οι κάτοικοι της σπάνια παρουσιάζονται κι ίσιος τώρα να ζουν βαθιά στο δάσος μακριά απ’ τα βορινά σύνορα.
— Ναι, ζουν βαθιά στο δάσος, είπε ο Άραγκορν κι αναστέναξε, λες και κάτι να θυμήθηκε. Πρέπει να τα βολέψουμε μόνοι μας απόψε. Θα προχωρήσουμε για λίγο. ώσπου να μπούμε ανάμεσα στα δέντρα κι έπειτα θ’ αφήσουμε το μονοπάτι και θα ψάξουμε να βρούμε μέρος για να ξεκουραστούμε.
Ξεκίνησε πρώτος· ο Μπορομίρ όμως στάθηκε αναποφάσιστος και δεν ακολούθησε.
— Δεν υπάρχει άλλος δρόμος; είπε.
— Ποιον άλλο καλύτερο δρόμο θα ήθελες; είπε ο Άραγκορν.
— Κάποιον απλό δρόμο, ακόμα κι αν περνούσε από ένα φράγμα σπαθιών, είπε ο Μπορομίρ. Αυτή η Ομάδα έχει περάσει από παράξενα μονοπάτια, που μας έχουν ως τώρα βγει σε κακό. Μπήκαμε στα σκοτάδια της Μόρια παρά τη θέληση μου· και το πληρώσαμε. Και τώρα λες πως πρέπει να μπούμε στο Χρυσαφένιο Δάσος. Αλλά στην Γκόντορ έχουν ακουστά γι’ αυτή την επικίνδυνη χώρα και λένε πως ελάχιστοι βγαίνουν έξω άπαξ και μπουν μέσα· κι ότι απ’ αυτούς κανένας δεν ξέφυγε απείραχτος.
— Μη λες απείραχτος, αλλά αν πεις δίχως ν’ αλλάξει, τότε ίσως πας την αλήθεια, είπε ο Άραγκορν. Αλλά οι παραδόσεις χάνονται στην Γκόντορ, Μπορομίρ, αν αυτοί που κάποτε ήταν σοφοί στην πόλη μιλάνε τώρα εναντίον του Λοθλόριεν. Εσύ μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας — εκτός και θέλεις να γυρίσεις πίσω στην Πύλη της Μόρια ή ν’ ανέβεις στ’ απάτητα βουνά ή να κολυμπήσεις ολομόναχος το Μεγάλο Ποταμό.
— Τότε οδήγησέ μας! είπε ο Μπορομίρ. Αλλά είναι επικίνδυνο.
— Και βέβαια είναι επικίνδυνο, είπε ο Άραγκορν, ωραίο κι επικίνδυνο· αλλά μόνο οι κακοί χρειάζεται να φοβούνται ή εκείνοι που φέρνουν κάτι κακό μαζί τους. Ακολουθήστε με!
Λεν είχαν προχωρήσει περισσότερο από ένα μίλι μες στο δάσος, όταν συνάντησαν ένα άλλο ποταμάκι που γοργοκυλούσε απ’ τις δεντρόφυτες πλαγιές που κατέβαιναν απ’ τα βουνά της δύσης. Το άκουγαν να πέφτει σπό έναν καταρράκτη στα δεξιά τους μέσα στις σκιές. Τα σκοτεινά βιαστικό νερά του έκοβαν το δρόμο μπροστά τους και χύνονταν στον Ασημόφλεβο στροβιλίζοντας και σχηματίζοντας θαμπούς νερόλακκους ανάμεσα στις ρίζες των δέντρων.
— Να ο Νίμροντελ! είπε ο Λέγκολας. Τα Ξωτικά του Δάσους έφτιαξαν παλιά πολλά τραγούδια που ακόμα τα τραγουδάμε στο Βοριά και θυμόμαστε το ουράνιο τόξο στους καταρράκτες του και τα χρυσαφένια λουλούδια που έπλεαν στους αφρούς του. Τώρα όλα είναι σκοτεινά κι η Γέφυρα του Νίμροντελ είναι πεσμένη. Θα πλύνω τα πόδια μου, γιατί λένε πως το νερό του γιατρεύει τους κουρασμένους.
Προχώρησε μπροστά και κατέβηκε την όχθη που ήταν βαθιά σκαμμένη καν μπήκε στο νερό.