— Ακολουθήστε με! φώναξε. Το νερό δεν είναι βαθύ. Ελάτε να το περάσουμε περπατώντας! Μπορούμε να ξαποστάσουμε στην απέναντι όχθη κι η ήχος του νερού καθώς πέφτει θα μπορέσει ίσως να μας φέρει ύπνο και Λησμονιά της λύπης μας.
Ένας ένας κατέβηκαν κάτω κι ακολούθησαν το Λέγκολας. Για μια στιγμή ο Φρόντο στάθηκε κοντά στην άκρη κι άφησε το νερό να κυλήσει στα κουρασμένα του πόδια. Ήταν παγωμένο μα το άγγιγμά του ήταν καθαρό κι όπως προχώρησε κι ανέβηκε ως τα γόνατά του, ένιωσε πως η σκόνη του ταξιδιού κι όλη η κούραση ξεπλύθηκαν από πάνω του.
Οταν πέρασε όλη η Ομάδα, κάθισαν, ξεκουράστηκαν κι έφαγαν λιγάκι· κι ο Λέγκολας τους είπε ιστορίες για το Λοθλόριεν, που τα Ξωτικά του Λάσους της Σκοτεινιάς φύλαγαν ακόμα στις καρδιές τους: για το φως του ήλιου και των αστεριών στα λιβάδια πλάι στο Μεγάλο Ποταμό, πριν γίνει ο κόσμος γκρίζος.
Τέλος έγινε ησυχία κι άκουγαν τη μουσική του καταρράκτη που έτρεχε γλυκά ανάμεσα στις σκιές. Ο Φρόντο σχεδόν φαντάστηκε πως μπορούσε ν’ ακούσει μια φωνή να τραγουδά, ανακατεμένη με το θόρυβο του νερού.
— Ακούτε τη φωνή της Νίμροντελ; ρώτησε ο Λέγκολας. Θα σας πω ένα τραγούδι για τη Νίμροντελ, που είχε το ίδιο όνομα με το ποταμάκι και ζούσε στις όχθες του τα πολύ παλιά χρόνια. Στη δική μας γλώσσα του δάσους είναι πολύ ωραίο τραγούδι· αλλά να πώς ακούγεται στη Γουέστρον, όπως το τραγουδούν τώρα μερικοί στο Σκιστό Λαγκάδι.
Άρχισε με φωνή μαλακή που μόλις ακουγόταν πάνω απ’ το θρόισμα των φύλλων γύρω τους:
Η φωνή του Λέγκολας κόμπιασε και σταμάτησε το τραγούδι.
— Δεν μπορώ να το τραγουδήσω άλλο, είπε. Αυτό δεν είναι παρά ένα μόνο κομμάτι, γιατί έχω ξεχάσει πολύ. Είναι μεγάλο και λυπητερό, γιατί λέει πως έπεσε μεγάλη λύπη στο Λοθλόριεν, το Λόριεν των Λουλουδιών, όταν οι Νάνοι ξύπνησαν το κακό στα βουνά.
— Μα οι Νάνοι δεν έφτιαξαν το κακό, είπε ο Γκίμλι.
— Δεν είπα εγώ πως το ’φτιαξαν· το κακό όμως ήρθε, απάντησε ο Λέγκολας λυπημένα. Τότε πολλά Ξωτικά από την οικογένεια της Νίμροντελ άφησαν τις κατοικίες τους κι έφυγαν. Κι αυτή χάθηκε μακριά στο Νοτιά, στα περάσματα των Λευκών Βουνών· και δεν έφτασε στο πλοίο που ο αγαπημένος της Άμροθ την περίμενε. Αλλά την άνοιξη, όταν τ’ αγέρι φυσά στις καινούριες φυλλωσιές, ο απόηχος της φωνής της ακούγεται ακόμα πλάι στους καταρράκτες που έχουν τ’ όνομά της. Κι όταν ο άνεμος έρχεται απ’ το Νοτιά, η φωνή τού Άμροθ ανεβαίνει απ’ τη θάλασσα· γιατί ο Νίμροντελ χύνεται στον Ασημόφλεβο, που τα Ξωτικά ονομάζουν Σέλεμπραντ· κι ο Σέλεμπραντ χύνεται στο Μεγάλο Άντουιν κι ο Άντουιν βγαίνει στον Κόλπο του Μπέλφαλας απ’ όπου τα Ξωτικά του Λόριεν ανοίγουν πανιά. Αλλά ούτε η Νίμροντελ ούτε ο Άμροθ ξαναγύρισαν ποτέ πίσω.
Λένε πως είχε φτιάξει σπίτι πάνω στα κλαδιά κάποιου δέντρου που φύτρωνε πλάι στους καταρράκτες· γιατί ήταν η συνήθεια των Ξωτικών του Λόριεν να κατοικούν πάνω στα δέντρα· κι ίσως να το κάνουν ακόμα. IV αυτό τους έλεγαν Γκαλάντριμ, ο Λαός των Δέντρων. Βαθιά στο δάσος τα δέντρα είναι πολύ μεγάλα. Τα Ξωτικά στα δάση δεν έσκαψαν στη γη, όπως οι Νάνοι, ούτε έχτισαν πέτρινα οχυρά πριν έρθει η Σκιά.
— Ακόμα και στις δικές μας κατοπινές μέρες το να ζεις πάνω στα δέντρα ίσως να είναι πιο ασφαλισμένο απ’ το να κάθεσαι κάτω στη γη, είπε ο Γκίμλι.