Выбрать главу

Κοίταξε στο δρόμο, απέναντι απ’ το ποτάμι, που οδηγούσε στη Σκιοχείμαρρη Κοιλάδα κι ύστερα πάνω στα σκοτεινά κλαδιά που τους σκέπαζαν.

— Τα λόγια σου είναι σοφά, Γκίμλι, είπε ο Άραγκορν. Δεν μπορούμε να χτίσουμε σπίτι, αλλ’ απόψε θα κάνουμε ό,τι κι οι Γκαλάντριμ και θα γυρέψουμε καταφύγιο στις κορφές των δέντρων, αν τα καταφέρουμε. Έχουμε κιόλας καθίσει εδώ πλάι στο δρόμο περισσότερο απ’ όσο είναι σοφό.

Η Ομάδα τώρα άφησε το μονοπάτι και μπήκε βαθιά στις σκιές του δάσους, πηγαίνοντας δυτικά πλάι στο βουνίσιο χείμαρρο, αφήνοντας τον Ασημόφλεβο. Όχι μακριά απ’ τους καταρράκτες του Νίμροντελ βρήκαν μια συστάδα δέντρων που μερικά απ’ αυτά σκέπαζαν το ποταμάκι. Οι μεγάλοι γκρίζοι κορμοί τους ήταν πελώριοι και το ύψος τους ούτε μπορούσες να το μαντέψεις.

— Θα σκαρφαλώσω απάνω, είπε ο Λέγκολας. Είμαι μαθημένος από δέντρα, ρίζες και κλαδιά, αν κι αυτά τα δέντρα είναι ένα είδος άγνωστο σε μένα, εκτός απ’ τ’ όνομά τους σε τραγούδια. Τα λένε Μέλιρν κι είναι αυτά που κάνουν χα κίτρινα λουλούδια, αλλά δεν έχω ποτέ μου ανεβεί σε κανένα. Θ’ ανεβώ να δω τώρα πώς είναι τα σχήμα τους κι ο τρόπος που διακλαδίζονται.

— Ό,τι κι αν είναι, είπε ο Πίπιν, θα είναι θαυμάσια δέντρα αν μπορούν να προσφέρουν ξεκούραση και σε μας, εκτός απ’ τα πουλιά. Εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ σε κούρνια!

— Τότε σκάψε μια τρύπα στο χώμα, είπε ο Λέγκολας, αν αυτό σε βολεύει καλύτερα. Αλλά θα πρέπει να σκάψεις βαθιά και γρήγορα, αν θες να κρυφτείς απ’ τους Ορκ.

Πήδησε ανάλαφρα ψηλά και πιάστηκε από ένα κλαδί που φύτρωνε στον κορμό ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του. Αλλά ενώ ακόμα ταλαντευόταν εκεί για μια στιγμή, μια φωνή ακούστηκε ξαφνικά μέσ’ απ’ τη σκιά του δέντρου πάνω του.

Ντάρο! είπε σε τόνο προστακτικό κι ο Λέγκολας έπεσε πάνω στη γη κατάπληκτος και φοβισμένος.

Ζάρωσε στον κορμό του δέντρου. Ακίνητοι! ψιθύρισε στους άλλους. Μην κουνηθείτε! Τσιμουδιά!

Ακούστηκαν χαμηλόφωνα γέλια πάνω απ’ τα κεφάλια τους κι έπειτα μια άλλη καθάρια φωνή μίλησε σε κάποια ξωτικο-διάλεκτο. Ο Φρόντο λίγα μπορούσε να καταλάβει απ’ ό,τι λεγόταν γιατί η διάλεκτος που χρησιμοποιούσαν το Ξωτικά του Δάσους ανατολικά απ’ τα βουνά ήταν διαφορετική απ’ της Δύσης. Ο Λέγκολας κοίταξε ψηλά κι απάντησε στην ίδια γλώσσα.

— Ποιοι είναι και τι λένε; ρώτησε ο Μέρι.

— Είναι Ξωτικά, είπε ο Σαμ. Δεν ακούς τις φωνές τους;

— Ναι, είναι Ξωτικά, είπε ο Λέγκολας, και λένε πως ανασαίνεις τόσο δυνατά που μπορούν να σημαδέψουν με κλειστά τα μάτια.

Ο Σαμ έβαλε βιαστικά το χέρι του στο στόμα του.

Αλλά λένε ακόμα πως δε χρειάζεται να φοβάστε. Μας έχουν πάρει είδηση εδώ και πολλή ώρα. Ακουσαν τη φωνή μου απ’ την άλλη μεριά του Νίμροντελ και κατάλαβαν πως ήμουν απ’ το βόρειο παρακλάδι της φυλής μας και γι’ αυτό δεν εμπόδισαν το πέρασμά μας· κι ύστερα άκουσαν και το τραγούδι μου. Τώρα μου λένε ν’ ανεβώ απάνω με το Φρόντο· γιατί φαίνεται πως είχαν πληροφορίες γι’ αυτόν και για το ταξίδι μας. Παρακαλούν τους υπόλοιπους να περιμένουν λίγο και να φυλάνε στη ρίζα του δέντρου, ώσπου ν’ αποφασίσουν τι θα γίνει..

Μια σκάλα κατέβηκε απ’ τις σκιές ψηλά: ήταν φτιαγμένη από ασημόγκριζο σκοινί που φωσφόριζε στο σκοτάδι και, αν κι έδειχνε λεπτή, αποδείχτηκε αρκετά γερή ώστε ν’ αντέξει το βάρος πολλών αντρών. Ο Λέγκολας ανέβηκε πάνω ανάλαφρα κι ο Φρόντο ακολούθησε αργά· πίσω ανέβαινε ο Σαμ, προσπαθώντας να μην αναπνέει δυνατά. Τα κλαδιά του μάλορν φύτρωναν σχεδόν οριζόντια απ’ τον κορμό κι ύστερα γύριζαν προς τα πάνω· αλλά κοντά στην κορφή ο κεντρικός κορμός διακλαδιζόταν και σχημάτιζε μια κορόνα από πολλά κλαδιά και, ανάμεσα σ’ αυτά, βρήκαν πως ήταν στημένη μια ξύλινη πλατφόρμα ή φλετ, όπως έλεγαν τις πλατφόρμες εις μέρες εκείνες: τα Ξωτικά την έλεγαν τάλαν. Ανέβαινες πάνω από μια τρύπα στη μέση, απ’ όπου περνούσε κι ανεμόσκαλα.

Όταν ο Φρόντο έφτασε τέλος πάνω στο φλετ βρήκε το Λέγκολας να κάθεται μαζί μ’ άλλα τρία Ξωτικά. Ήταν ντυμένα μ’ ένα σκιερό γκρι χρώμα και δεν ξεχώριζαν ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, εκτός κι αν κουνιόντουσαν απότομα. Σηκώθηκαν όρθια κι ένας απ’ αυτούς ξεσκέπασε μια μικρή λάμπα που έβγαζε μια λεπτή ασημένια ακτίνα. Την κράτησε ψηλά και κοίταξε τα πρόσωπα του Φρόντο και του Σαμ. Ύστερα έκλεισε πάλι το φως και τους καλωσόρισε στη γλώσσα του. Ο Φρόντο απάντησε κομπιάζοντας.

— Καλώς ήρθατε! είπε το Ξωτικό πάλι στην Κοινή Γλώσσα, μιλώντας αργά. Σπάνια μιλάμε άλλη γλώσσα εκτός απ’ τη δική μας, γιατί τώρα ζούμε στην καρδιά του δάσους και δεν ανοίγουμε πρόθυμα σχέσεις μ’ άλλους λαούς. Ακόμα κι οι δικοί μας στο βοριά έχουν αποξενωθεί από μας. Αλλά υπάρχουν μερικοί ακόμα ανάμεσα μας που βγαίνουν έξω για να μαζέψουν πληροφορίες και να παρακολουθήσουν τους εχθρούς μας· κι αυτοί μιλούν τις γλώσσες άλλων τόπων. Είμαι κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Τ’ όνομά μου είναι Χάλντιρ. Τ’ αδέλφια μου, ο Ρούμιλ κι ο Ορόφιν, μιλούν πολύ λίγο τη γλώσσα σας.