Выбрать главу

» Αλλά ακούσαμε φήμες για τον ερχομό σας. Οι αγγελιοφόροι του Έλροντ κέρασαν απ’ το Λόριεν στο δρόμο του γυρισμού τους απ’ τη Σκιοχείμαρρη Σκάλα, Δεν είχαμε ακούσει για — χόμπιτ, για τοσοδούληδες, για πολλά πολλά χρόνια και δεν ξέραμε πως ζούσαν ακόμα στη Μέση-Γη. Δε φαίνεστε κακοί! Και μιας κι έρχεστε μ’ ένα Ξωτικό της γενιάς μας, είμαστε πρόθυμοι να σας κάνουμε φίλους, όπως μας το ζήτησε ο Έλροντ· αν και δε συνηθίζουμε να οδηγούμε ξένους μέσ’ από τη γη μας. Αλλά απόψε πρέπει να μείνετε εδώ. Πόσοι είσαστε;

— Οκτώ, είπε ο Λέγκολας. Εγώ, τέσσερις χόμπιτ και δυο άνθρωποι· ο έ νας απ’ αυτούς, ο Άραγκορν, είναι φίλος των Ξωτικών της Δύσης.

— Το όνομα του Άραγκορν γιου του Άραθορν είναι γνωστό στο Λόριεν, είπε ο Χάλντιρ, κι έχει την εκτίμηση της Κυράς μας. Όλα εντάξει, λοιπόν. Αλλά όμως μου είπες μόνο εφτά.

— Ο όγδοος είναι νάνος, είπε ο Λέγκολας.

— Νάνος! είπε ο Χάλντιρ. Αυτό δεν είναι καλό. Δεν έχουμε καμιά επαφή με τους Νάνους απ’ τις Σκοτεινές Μέρες κι εδώ. Δεν επιτρέπεται να μπαίνουν στην περιοχή μας. Δεν μπορώ να τον αφήσω να περάσει.

— Μα είναι απ’ το Βουνό της Μοναξιάς, ένας απ’ τους έμπιστους του Ντάιν και φίλος του Έλροντ, είπε ο Φρόντο. Ο ίδιος ο Έλροντ τον διάλεξε για σύντροφό μας κι έχει αποδειχτεί γενναίος και πιστός.

Τα Ξωτικά κουβέντιασαν μεταξύ τους και ζήτησαν πληροφορίες απ’ το Λέγκολας στη γλώσσα τους.

— Πολύ καλά, είπε ο Χάλντιρ στο τέλος. Θα το κάνουμε αν και δε συμφωνούμε. Αν ο Άραγκορν κι ο Λέγκολας αναλαμβάνουν την ευθύνη γι’ αυτόν και τον προσέχουν, να περάσει. Αλλά θα περάσει μέσα απ’ το Λοθλόριεν με δεμένα τα μάτια.

»Τώρα όμως δεν είναι ώρα για να κουβεντιάζουμε. Οι άλλοι δεν πρέπει να μένουν κάτω. Παρακολουθούμε τα ποτάμια από τότε που είδαμε μια μεγάλη στρατιά Ορκ να πηγαίνει βόρεια κατά τη Μόρια, ακολουθώντας τους πρόποδες των βουνών, εδώ και πολλές μέρες. Οι λύκοι ουρλιάζουν στα σύνορα του δάσους, Αν στ’ αλήθεια έρχεστε απ’ τη Μόρια, ο κίνδυνος δε θα ’ναι και πολύ μακριά πίσω. Νωρίς αύριο πρέπει να φύγετε.

» Οι τέσσερις χόμπιτ θ’ ανεβούν εδώ και θα μείνουν μαζί μας — δεν τους φοβόμαστε! Έχει άλλο ένα τάλαν στο διπλανό δέντρο. Οι άλλοι πρέπει να κρυφτούνε εκεί. Εσύ, Λέγκολας, θα είσαι υπεύθυνος γι’ αυτούς. Φώναξέ μας αν τίποτα δεν πάει καλά! Και τα μάτια σου δεκατέσσερα σ’ εκείνο το νάνο!

Ο Λέγκολας αμέσως κατέβηκε απ’ τη σκάλα για να μεταφέρει το μήνυμα του Χάλντιρ· και σε λίγο ο Μέρι κι ο Πίπιν σκαρφάλωσαν ως το ψηλό φλετ. Ήταν λαχανιασμένοι καν φαίνονταν μάλλον φοβισμένοι.

— Να ’μαστε! είπε ο Μέρι κοντανασαίνοντας. Κουβαλήσαμε εδώ πάνω και τις δικές σας κουβέρτες μαζί με τις δικές μας. Ο Γοργοπόδαρος έκρυψε τα υπόλοιπα μπαγκάζια σ’ ένα σωρό από πεσμένα φύλλα.

— Δεν υπήρχε λόγος να τις κουβαλήσετε, είπε ο Χάλντιρ. Το χειμώνα κάνει κρύο στις κορφές των δέντρων, αν κι ο άνεμος είναι νοτιάς απόψεαλλά εμείς έχουμε φαγητό και πιοτό να σας δώσουμε που θα διώξει την ψύχρα της νύχτας κι έχουμε να σας δώσουμε και γούνες και μανδύες.

Οι χόμπιτ δέχτηκαν με πολλή χαρά αυτό το δεύτερο (και πολύ καλύτερο) δείπνο. Ύστερα τυλίχτηκαν ζεστά, όχι μόνο στους γούνινους μανδύες των Ξωτικών αλλά και στις δικές τους κουβέρτες, και προσπάθησαν να κοιμηθούν. Αλλά, μόλο που ήταν κουρασμένοι, μόνο ο Σαμ τα κατάφερε. Οι χόμπιτ δεν αγαπούν τα ύψη και δεν κοιμούνται στο πάνω πάτωμα, ακόμα κι αν έχουν σπίτι δίπατο. Το φλετ δεν τους άρεσε καθόλου για κρεβατοκάμαρα, Δεν είχε τοίχους, ούτε καν κάγκελα· μόνο στη μια πλευρά είχε μια ελαφριά πλεχτή ψάθα που μπορούσες να τη μετακινείς και να τη βάζεις σε διαφορετικά μέρη ανάλογα με τον αέρα.

Ο Πίπιν συνέχισε να κουβεντιάζει για λίγο.

— Ελπίζω, αν τα καταφέρω βέβαια να κοιμηθώ εδώ πάνω, να μην κυλίσω χάμο), είπε.

— Εγώ, σαν αποκοιμηθώ, είπε ο Σαμ, θα συνεχίσω να κοιμάμαι, είτε κυλίσω χάμω είτε όχι. Κι όσο λιγότερα λέμε, τόσο πιο γρήγορα θα κοιμηθώ, αν με καταλαβαίνεις.

Ο Φρόντο έμεινε αρκετή ώρα ξαπλωμένος ξυπνητός και κοίταζε τ’ αστέρια ψηλά. που έλαμπαν ανάμεσα απ’ τις χλωμές τρεμάμενες φυλλωσιές. Ο Σαμ, πλάι του, ροχάλιζε πολύ πριν αυτός ο ίδιος κλείσει τα μάτια του. Μπορούσε αμυδρά να δει τις γκρίζες σιλουέτες των δυο Ξωτικών να κάθονται ακίνητα, με τα χέρια γύρω απ’ τα γόνατα και να κουβεντιάζουν ψιθυριστά. Το άλλο είχε κατεβεί να φυλάξει σκοπός σ’ ένα απ’ τα χαμηλότερα κλαδιά. Τέλος νανουρισμένος απ’ τον αέρα στα κλαδιά από πάνω και το γλυκό μουρμούρισμα του καταρράκτη του Νίμροντελ κάτω, ο Φρόντο αποκοιμήθηκε με το τραγούδι του Λέγκολας στο μυαλό του.