Αργά τη νύχτα ξύπνησε. Οι άλλοι χόμπιτ κοιμόντουσαν. Τα Ξωτικά ήταν φευγάτα. Ένα λεπτό μισοφέγγαρο λαμπύριζε αμυδρά ανάμεσα στις φυλλωσιές. Ο αέρας είχε κόψει. Λίγο πιο μακριά άκουσε ένα άγριο γέλιο και πατήματα από πολλά πόδια κάτω στη γη. Ακουγόταν θόρυβος από σιδερικά που έσβησε αργά μακριά και φαινόταν να πηγαίνει κατά το νοτιά, μέσα στο δάσος. Ένα κεφάλι παρουσιάστηκε ξαφνικά απ’ την τρύπα του φλετ. Ο Φρόντο ανακάθισε τρομαγμένος και είδε πως ήταν ένα γκριζοκουκουλωμένο Ξωτικό. Κοίταξε τους χόμπιτ.
— Τι είναι; είπε ο Φρόντο.
— Ιρκ! είπε το Ξωτικό, ψιθυριστά κι έριξε πάνω στο φλετ την τυλιγμένη ανεμόσκαλα.
— Ορκ! είπε ο Φρόντο. Τι γυρεύουν; Αλλά το Ξωτικό είχε φύγει.
Δεν ακούστηκαν άλλοι θόρυβοι. Ακόμα κι οι φυλλωσιές ήταν σιωπηλές κι ο ίδιος ο καταρράκτης φαινόταν να κάνει λιγότερο θόρυβο. Ο Φρόντο ανακάθισε κι ανατρίχιασε μες στα σκεπάσματά του. Ένιωθε ανακούφιση που δεν τους είχαν πιάσει κάτω· αλλά δεν αισθανόταν πως τα δέντρα έδιναν αρκετή προστασία, εκτός για κρύψιμο προσωρινά. Οι Ορκ είχαν μύτη σαν κυνηγιάρικα σκυλιά, έλεγαν, και μπορούσαν κιόλας να σκαρφαλώνουν. Τράβηξε το Κεντρί: άστραφτε και γυάλιζε σαν γαλάζια φλόγα· κι ύστερα, αργά, έσβησε πάλι και θάμπωσε. Μόλο που το σπαθί του έσβησε, το αίσθημα του άμεσου κίνδυνου δεν άφηνε το Φρόντο, μάλλον δυνάμωνε. Σηκώθηκε και σύρθηκε ως το άνοιγμα και κοίταξε προσεκτικά κάτω. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως μπορούσε ν’ ακούσει κάτι κρυφές κινήσεις στη ρίζα του δέντρου κάτω.
Όχι Ξωτικά· γιατί τα Ξωτικά που ζουν στα δάση δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο με τις κινήσεις τους. Άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο σαν ρουθούνισμα· και του φάνηκε πως κάτι σαν να γραντζούνιζε τη φλούδα του κορμού. Κοίταξε κάτω στο σκοτάδι, κρατώντας την αναπνοή του.
Κάτι σκαρφάλωνε τώρα αργά κι η ανάσα του έβγαινε σαν σιγαλό σφύριγμα μέσα από κλεισμένα δόντια. Ύστερα, κοντά στον κορμό, είδε ο Φρόντο ν’ ανεβαίνουν δυο χλωμά μάτια. Σταμάτησαν και κοιτούσαν προς τα πάνω δίχως ν’ ανοιγοκλείνουν. Ξαφνικά έστριψαν και μια σκοτεινή σιλουέτα γλίστρησε απ’ τον κορμό τού δέντρου κι εξαφανίστηκε.
Αμέσως μετά ο Χάλντιρ ανέβηκε γρήγορα ανάμεσα στα κλαδιά.
— Ήταν κάτι σ’ αυτό το δέντρο που δεν το ’χω ξαναδεί, είπε. Δεν ήταν Ορκ. Το ’σκασε μόλις άγγιξα τον κορμό του δέντρου. Έδειχνε πολύ προσεκτικό και φυλαγόταν, είχε και κάποια επιδεξιότητα στο σκαρφάλωμα ει δαλλιώς θα νόμιζα πως ήταν ένας από σας τους χόμπιτ.
» Δεν το τόξεψα, γιατί δεν τολμούσα να ξεσηκώσω φωνές: δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε μάχη. Ένας δυνατός λόχος από Ορκ πέρασε. Διασχίσανε το Νίμροντελ — κατάρα στα βρομερά τους πόδια μες στο καθαρό του νερό! — και συνέχισαν τον παλιό δρόμο πλάι στο ποτάμι. Κάτι θα οσμίστηκαν φαίνεται, γιατί έψαξαν τη γη στο μέρος που είχατε σταματήσει. Οι τρεις εμείς δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε μ’ εκατό, γι’ αυτό τους βγήκαμε μπροστά και μιλούσαμε με παραπλανητικές φωνές και τους παρασύραμε στο δάσος μέσα.
» Ο Ορόφιν πάει τώρα γρήγορα να ειδοποιήσει τους δικούς μας. Κανείς από τους Ορκ δε θα βγει ξανά έξω απ’ το Λόριεν. Και θα βρίσκονται πολλά Ξωτικά κρυμμένα στα βορινά σύνορα πριν νυχτώσει ξανά. Εσείς όμως πρέπει να φύγετε για το Νοτιά αμέσως μόλις φέξει.
Η μέρα χάραξε χλωμή στην Ανατολή. Καθώς το φως δυνάμωνε και περνούσε φιλτραρισμένο ανάμεσα απ’ τα φύλλα του μάλορν, οι χόμπιτ νόμισαν πως έβλεπαν ν’ ανατέλλει ο ήλιος ενός δροσερού καλοκαιριάτικου πρωινού. Ένας χλωμός γαλάζιος ουρανός φαινόταν ανάμεσα απ’ τα κλαδιά που κουνιόνταν. Κοιτάζοντας ο Φρόντο από ένα άνοιγμα στη νότια πλευρά του φλετ. είδε όλη την κοιλάδα του Ασημόφλεβου ν’ απλώνεται σαν θάλασσα από κιτρινοκόκκινο χρυσάφι που το κουνάει ελαφρά η αύρα.
Ήταν ακόμα νωρίς κι έκανε κρύο όταν η Ομάδα ξεκίνησε πάλι, με οδηγούς τώρα το Χάλντιρ και τον αδελφό του το Ρούμιλ.
— Αντίο, γλυκέ Νίμροντελ! φώναξε ο Λέγκολας.
Ο Φρόντο κοίταξε πίσω κι είδε τον άσπρο αφρό ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων.
— Αντίο, είπε. Του φαινόταν πως ποτέ δε θα ξανάκουγε τόσο όμορφο τρεχούμενο νερό, που συνεχώς ανακάτευε τις νότες του σε μια ατέλειωτη και πάντα διαφορετική μουσική.
Πήγαν πίσω στο μονοπάτι που ακολουθούσε ακόμα τη δυτική όχθη του Ασημόφλεβου και για κάμποση ώρα το ακολούθησαν νότια. Στο χώμα φαίνονταν τ’ αποτυπώματα απ’ τα πόδια των Ορκ. Γρήγορα όμως ο Χάλντιρ έστριψε μέσα στα δέντρα και σταμάτησε στην όχθη του ποταμού κάτω απ’ τη σκιά τους.
— Είναι ένας απ’ τους δικούς μας εκεί πέρα απέναντι απ’ το ποτάμι, είπε, αν κι εσείς μπορεί να μην τον βλέπετε.
Έβγαλε μια φωνή σαν σιγανό σφύριγμα πουλιού και μέσα απ’ ένα σύδεντρο βγήκε ένα Ξωτικό. Ήταν ντυμένο στα γκρίζα, αλλά είχε ριγμένη πίσω την κουκούλα του. Τα μαλλιά του έλαμπαν σαν χρυσάφι στο πρωινό φως του ήλιου. Ο Χάλντιρ πέταξε επιδέξια πάνω απ’ το νερό μια κουλούρα γκρίζο σκοινί και το Ξωτικό την έπιαοε κι έδεσε την άκρη της σ’ ένα δέντρο κοντά στην όχθη.