Όλη εκείνη τη μέρα η Ομάδα προχώρησε μέχρι που ένιωσαν τη δροσιά του δειλινού να έρχεται κι άκουσαν τον άνεμο της νύχτας να ψιθυρίζει ανάμεσα στ’ αμέτρητα φυλλώματα. Ύστερα ξεκουράστηκαν και κοιμήθηκαν στη γη κάτω δίχως φόβο· γιατί οι οδηγοί τους δεν τους άφησαν να λύσουν τα μάτια τους και δεν μπορούσαν να σκαρφαλώσουν. Το πρωί συνέχισαν ξανά, περπατώντας χωρίς βιάση. Το μεσημέρι σταμάτησαν κι ο Φρόντο κατάλαβε πως είχαν βγει στον Ήλιο. Ξαφνικά άκουσε το θόρυβο από πολλές φωνές γύρω του.
Ένα σώμα στρατού Ξωτικών είχε πλησιάσει σιωπηλά: πήγαιναν βιαστικά στα βόρεια σύνορα να φυλάξουν μην τυχόν και γίνει απίθεση απ’ τη Μόρια· κι έφερναν νέα. Μερικά απ’ αυτά τα έμαθαν απ’ το Χάλντιρ. Οι Ορκ που είχαν μπει να λεηλατήσουν, είχαν πέσει σ’ ενέδρα και τους είχαν σχεδόν όλους σκοτώσει· τα υπολείμματα το είχαν βάλει στα πόδια για τα βουνά και τους κυνηγούσαν. Ένα παράξενο πλάσμα είχε επίσης εμφανιστεί, που έτρεχε με την πλάτη σκυμμένη και τα χέρια κοντά στο χώμα, σαν ζώο που όμως δεν είχε σχήμα ζώου. Δεν κατάφεραν να το πιάσουν και δεν το είχαν τοξέψει, μην ξέροντας αν είναι καλό ή κακό κι αυτό είχε χαθεί στο νοτιά κάτω στον Ασημόφλεβο.
— Επίσης, είπε ο Χάλντιρ, μου έφεραν μήνυμα από τον Άρχοντα και την Κυρά του Γκαλάντριμ. Όλοι σας να πηγαίνετε ελεύθεροι, ακόμα κι ο νάνος Γκίμλι. Φαίνεται πως η Κυρά ξέρει ποιος και τι είναι ο καθένας απ’ την Ομάδα σας. Ίσως έχουν έρθει καινούρια μηνύματα απ’ το Σκιστό Λαγκάδι.
Πρώτα έλυσε τα μάτια του Γκίμλι.
— Συγνώμη! είπε, κάνοντας βαθιά υπόκλιση. Δες μας τώρα με μάτια φιλικά. Δες και να χαίρεσαι, γιατί είσαι ο πρώτος Νάνος, απ’ τις Μέρες του Ντούριν, που βλέπεις τα δέντρα του Νάιθ του Λόριεν.
Όταν, με τη σειρά του, του ξεσκέπασαν τα μάτια, ο Φρόντο κοίταξε ψηλά και του κόπηκε η ανάσα. Στεκόταν σ’ ένα ξέφωτο. Στ’ αριστερά τους υψωνόταν ένας μεγάλος τύμβος, σκεπασμένος με γρασίδι τόσο πράσινο όσο την άνοιξη τις Μέρες τις Παλιές. Στην κορφή του, σαν διπλή κορόνα, φύτρωναν δυο κύκλοι δέντρα: τα εξωτερικά είχαν κάτασπρη φλούδα κι ήταν χωρίς φύλλα, αλλά ήταν όμορφα γιατί η γύμνια τους ήταν καλλίγραμμη· τα εσωτερικά ήταν μάλορν πανύψηλα, στολισμένα ακόμα με χλωμό χρυσάφι. Ψηλά ανάμεσα στα κλαδιά ενός θεόρατου δέντρου, που υψωνόταν στη μέση των άλλων, έλαμπε ένα άσπρο φλετ. Στις ρίζες των δέντρων και παντού γύρω στις πράσινες λοφοπλαγιές το γρασίδι ήταν κεντημένο με μικρά χρυσά λουλούδια σαν αστέρια. Ανάμεσά τους, πάνω σε λεπτά κι ευλύγιστα κοτσάνια, υπήρχαν άλλα λουλούδια, άσπρα και πολύ χλωμά πράσινα: λαμπύριζαν σαν δροσιά κάνω στο πλούσιο χρώμα του γρασιδιού. Και πάνω απ’ όλα ο ουρανός ήταν γαλάζιος κι ο ήλιος του απομεσήμερου έπεφτε πάνω στο λόφο κι έριχνε μακρουλές πράσινες σκιές κάτω από τα δέντρα.
— Κοιτάξτε! Βρισκόμαστε στο Κέριν Άμροθ, είπε ο Χάλντιρ. Εδώ είναι η καρδιά του αρχαίου βασιλείου, όπως ήταν παλιά, κι εδώ είναι ο τύμβος του Άμροθ, που σε μέρες πιο ευτυχισμένες στεκόταν το ψηλό του σπίτι. Εδώ πάντα ανθίζουν τα χειμωνιάτικα λουλούδια στο χορτάρι που ποτέ δεν ξεθωριάζει: τα κίτρινα elanor (έλανορ) και τα χλωμά niphredil (νίφρεντιλ). Θα μείνουμε για λίγο εδώ και θα μπούμε στην πόλη των Γκαλάντριμ το δειλινό.
Οι άλλοι ξαπλωθηκαν στο μυρωμένο χορτάρι, αλλά ο Φρόντο στάθηκε για λίγο ακόμα συνεπαρμένος. Του φαινόταν λες κι είχε περάσει ένα ψηλό παράθυρο που έβλεπε σ’ ένα χαμένο κόσμο, που το φως του δεν είχε όνομα για να το περιγράψει. Ό,τι έβλεπε ήταν καλοφτιαγμένο, τα σχήματα φαίνονταν αμέσως ξεκάθαρα, λες και τώρα για πρώτη φορά είχαν σχεδιαστεί με το ξεσκέπασμα των ματιών του κι ήταν ταυτόχρονα πανάρχαια, λες κι άντεχαν αιώνια. Δεν είδε κανένα άλλο χρώμα εκτός απ’ αυτά που ήξερε, χρυσαφί, άσπρο, γαλάζιο και πράσινο, μα ήταν φρέσκα κι έντονα λες κι εκείνη τη στιγμή να τα είχε δει για πρώτη φορά και τους είχε δώσει ονόμακι. ολοκαίνουρια κι υπέροχα. Το χειμώνα εδώ καμιά καρδιά δε θα μπορούσε να λυπηθεί για το καλοκαίρι ή την άνοιξη. Κανένα ψεγάδι, αρρώστια ή παραμόρφωση δε διακρινόταν σε τίποτα απ’ όσα φύτρωναν στη γη. Στη γη του Λόριεν δεν υπήρχε ψεγάδι.
Γύρισε κι είδε πως ο Σαμ στεκόταν τώρα δίπλα του και κοίταζε γύρω με μια έκφραση απορίας κι έτριβε τα μάτια του, λες και δεν ήταν σίγουρος πως ήταν ξυπνητός.
— Είναι ήλιος και μέρα λαμπερή, σίγουρα, είπε. Εγώ νόμιζα πως τα Ξωτικά ήταν όλο φεγγάρι κι αστέρια: αλλά τούτο δω είναι πιο ξωτικό απ’ ό,τι άκουσα ποτέ μου να λένε. Νιώθω λες και βρίσκομαι μέσα σ’ ένα τραγούδι, αν με καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.