Ο Χάλντιρ τους κοίταξε και φάνηκε στ’ αλήθεια να καταλαβαίνει και τη σκέψη και το λόγο. Χαμογέλασε.
— Νιώθετε τη δύναμη της Κυράς των Γκαλάντριμ, είπε. Θα σας άρεσε ν’ ανεβούμε μαζί στο Κέριν Άμροθ;
Τον ακολούθησαν καθώς ανέβηκε ανάλαφρα τις πρασινοντυμένες πλαγιές. Αν και περπατούσε κι ανάπνεε και γύρω του ζωντανά φύλλα και λουλούδια λικνίζονταν απ’ το ίδιο δροσάτο αγέρι που δρόσιζε το πρόσωπό του, ο Φρόντο ένιωθε πως βρισκόταν σε μια γη δίχως χρόνο, που δεν ξεθώριαζε, ούτε άλλαζε, ούτε έπεφτε στη λησμονιά. Όταν θα είχε φύγει ξανά στον έξω κόσμο, ο Φρόντο ο ταξιδευτής απ’ το Σάιρ θα περπατούσε ακόμα εδώ, πάνω στο γρασίδι, ανάμεσα στα elanor και στα niphredil στο ωραίο Λόριεν.
Μπήκαν στον κύκλο των λευκών δέντρων. Εκείνη τη στιγμή ο Νότιος Ανεμος φύσηξε στο Κέριν Άμροθ κι αναστέναξε ανάμεσα στα κλαδιά. Ο Φρόντο στάθηκε ακίνητος κι άκουγε τα κύματα από μακρινές θάλασσες να σπάζουν σ’ ακρογιάλια που είχαν εδώ και πολύ παλιά καταποντιστεί και θαλασσοπούλια, που η ράτσα τους είχε χαθεί απ’ τη γη, να φωνάζουν.
Ο Χάλντιρ είχε συνεχίσει κι ανέβαινε τώρα στο ψηλό φλετ. Καθώς ο Φρόντο ετοιμάστηκε να τον ακολουθήσει, ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δέντρο πλάι στην ανεμόσκαλα: ποτέ του πριν δεν είχε νιώσει έτσι απότομα και τόσο έντονα την υφή της φλούδας του δέντρου και τη ζωή μέσα του. Ένιωσε μια απόλαυση στο άγγιγμα του ξύλου, όχι σαν ξυλοκόπος ούτε σαν μαραγκός· ήταν η απόλαυση του ίδιου του ζωντανού του δέντρου.
Μόλις τέλος βγήκε στην ψηλή πλατφόρμα, ο Χάλντιρ πήρε το χέρι του και τον γύρισε κατά το Νοτιά,
— Κοίτα απ’ εδώ πρώτα! είπε.
Ο Φρόντο κοίταξε και είδε, σε κάποια απόσταση ακόμα, ένα λόφο με πολλά τεράστια δέντρα, ή μια πόλη από πράσινους πύργους: τι απ’ τα δυο ήταν δεν μπορούσε να πει. Από εκεί του φαινόταν ότι έβγαινε μια δύναμη κι ένα φως που εξουσίαζε όλο τον τόπο. Ξαφνικά ένιωσε την ακατανίκητη επιθυμία να πετάξει σαν πουλί και να πάει να ξεκουραστεί στην πράσινη πόλη. Ύστερα κοίταξε ανατολικά και είδε όλη τη γη του Λόριεν ν’ απλώνεται κάτω ως τη χλωμή γυαλάδα του Άντουϊν, του Μεγάλου Ποταμού. Σήκωσε τα μάτια του στην αντίπερα όχθη κι όλο το φως έσβησε και βρέθηκε πάλι πίσω στον κόσμο που ήξερε. Πέρα απ’ το ποτάμι, η γη φαινόταν επίπεδη κι άδεια, ασχημάτιστη κι αχνή, ώσπου, πέρα μακριά, σηκωνόταν πάλι σαν τοίχος σκοτεινός κι απαίσιος. Ο ήλιος που απλωνόταν στο Λοθλόριεν δεν είχε τη δύναμη να φωτίσει τη σκοτεινιά εκείνου του μακρινού τοίχου.
— Εκεί πέρα βρίσκεται το φρούριο της νότιας άκρης του Δάσους της Σκοτεινιάς, είπε ο Χάλντιρ. Είναι ντυμένο απ’ ένα δάσος σκουρόχρωμα έλατα, που συναγωνίζονται το ένα τ’ άλλο και τα κλαδιά τους σαπίζουν το χειμώνα. Ανάμεσά τους, πάνω σ’ ένα πέτρινο ύψωμα στέκεται το Ντολ Γκούλντουρ, όπου για πολύ καιρό ζούσε ο Εχθρός κρυμμένος. Φοβόμαστε τώρα που κατοικείται πάλι και μ’ εφταπλάσια μάλιστα δύναμη. Ένα μαύρο σύννεφο συχνά απλώνεται πάνωθέ του τώρα τελευταία. Απ’ αυτό εδώ το ψηλό μέρος μπορείς να δεις τις δυο δυνάμεις που η μια αντιστέκεται στην άλλη και πάντα αγωνίζονται τώρα πνευματικά, αλλά ενώ το φως βλέπει στην καρδιά καταμεσής της σκοτεινιάς, το δικό του μυστικό δεν έχει φανερωθεί. Όχι ακόμα. Γύρισε και κατέβηκε γρήγορα κάτω κι εκείνοι τον ακολούθησαν.
Στα πόδια του λόφου ο Φρόντο βρήκε τον Άραγκορν να στέκεται ακίνητος και σιωπηλός σαν δέντρο· στα χέρια του όμως κρατούσε ένα μικρό ανθάκι elanor και είχαν φως τα μάτια του. Ήταν βυθισμένος σε κάποια ωραία ανάμνηση: κι όπως τον κοίταζε ο Φρόντο κατάλαβε πως έβλεπε πράγματα που είχαν κάποτε γίνει σ’ αυτό το μέρος. Γιατί τ’ αγριωπά χρόνια είχαν φύγει απ’ το πρόσωπο του Άραγκορν και φαινόταν ντυμένος στ’ άσπρα, ένας νιος άρχοντας ψηλός κι ωραίος· κι είπε λέξεις στη γλώσσα των Ξωτικών σε κάποιο πρόσωπο που ο Φρόντο δεν μπορούσε να δει. Arwen vanimelda, namárië! είπε, κι ύστερα πήρε μια βαθιά αναπνοή και, βγαίνοντας απ’ τους συλλογισμούς του, κοίταξε το Φρόντο και χαμογέλασε.
— Εδώ είναι η καρδιά του Βασιλείου των Ξωτικών στη γη, είπε, κι εδώ μένει η καρδιά μου για πάντα, εκτός κι αν υπάρξει ένα φως, πέρα απ’ τους σκοτεινούς δρόμους που πρέπει ακόμα να περάσουμε, εσύ κι εγώ. Έλα μαζί μου!
Και παίρνοντας το χέρι του Φρόντο στο δικό του, άφησε το λόφο του Κέριν Άμροθ και ποτέ δεν ξαναγύρισε εκεί ζωντανός.
Κεφάλαιο VII
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΓΚΑΛΑΝΤΡΙΕΛ
Ο ήλιος βασίλευε στα βουνά και οι σκιές μεγάλωναν στα δάση όταν πήραν πάλι το δρόμο. Τα μονοπάτια τώρα περνούσαν από σύδεντρα που το λυκόφως είχε κιόλας πέσει. Η νύχτα απλώθηκε κάτω από τα δέντρα ενώ προχωρούσαν και τα Ξωτικά ξεσκέπασαν τις ασημένιες τους λάμπες.