Ξαφνικά βρέθηκαν στ’ ανοιχτά πάλι κάτω από ένα χλωμό βραδινό ουρανό κεντημένο με λίγα πρώιμα άστρα. Μπροστά τους ανοιγόταν ένας μεγάλος άδεντρος χώρος που προχωρούσε και από δεξιά και από αριστερά και απομακρυνόταν κυκλικά. Στην εσωτερική καμπύλη του υπήρχε μια βαθιά τάφρος που χανόταν στις απαλές σκιές, το χορτάρι όμως στις άκρες της ήταν ολοπράσινο, λες κι έλαμπε ακόμα στην ανάμνηση του ήλιου που είχε φύγει. Στην απέναντι πλευρά της ορθωνόταν πανύψηλος ένας πράσινος τοίχος που περικύκλωνε ένα πράσινο λόφο γεμάτο μάλορν ψηλότερα από κάθε δέντρο που είχαν ως τώρα δει εκεί. Το ύψος τους δεν μπορούσες ούτε καν να το μαντέψεις όπως στέκονταν ολόρθα στο λυκόφως σαν ζωντανοί πύργοι. Στα κλαδιά τους, ανάμεσα στα φύλλα που λικνίζονταν ασταμάτητα, έλαμπαν αμέτρητα φώτα, πράσινα, χρυσά κι ασημιά. Ο Χάλντιρ στράφηκε στην Ομάδα.
— Καλώς ήρθατε στο Κάρας Γκαλάντον! είπε, Εδώ είναι η πόλη των Γκαλάντριμ, που κατοικούν ο Άρχοντας Σέλεμπορν και η Γκαλάντριελ, η Κυρά του Λόριεν. Μα δεν μπορούμε να μπούμε από δω, γιατί δεν έχει πύλες απ’ το βοριά. Πρέπει να πάμε γύρω γύρω στη νότια πλευρά κι ο δρόμος δεν είναι λίγος, γιατί η πόλη είναι πολύ μεγάλη.
Είχε ένα δρόμο στρωμένο με άσπρες πέτρες που πήγαινε γύρω γύροι απ’ την εξωτερική όχθη της τάφρου. Τον ακολούθησαν δυτικά, με την πόλη πάντα ν’ ανεβαίνει ψηλά σαν πράσινο σύννεφο στ’ αριστερά τους· και καθώς η νύχτα έπεφτε όλο και περισσότερα φώτα ξεπετάγονταν, ώσπου ο λόφος έμοιαζε να ’χει πιάσει φωτιά από αστέρια. Τέλος έφτασαν σε μια άσπρη γέφυρα και, αφού την πέρασαν, βρήκαν τις μεγάλες πύλες της πόλης: έβλεπαν νοτιοδυτικά, βαλμένες στις άκρες του τοίχου που περικύκλωνε την πόλη κι ήταν ψηλές και δυνατές με πολλές κρεμαστές λάμπες.
Ο Χάλντιρ χτύπησε και είπε κάτι και οι πύλες άνοιξαν αθόρυβα· αλλά ο Φρόντο δεν μπορούσε πουθενά να δει φρουρούς. Οι ταξιδιώτες πέρασαν μέσα και οι πύλες έκλεισαν πίσω τους. Βρέθηκαν σ’ ένα βαθύ πέρασμα ανάμεσα στους τοίχους και, περνώντας το γρήγορα, μπήκαν στην Πόλη των Δέντρων. Δεν έβλεπαν κανένα, ούτε άκουγαν πόδια στα δρομάκια· αλλά γύρω τους ακούγονταν πολλές φωνές ψηλά στον αέρα. Μακριά πάνω στο λόφο άκουγαν τη μουσική από πολλά τραγούδια να πέφτει από ψηλά σαν μαλακή βροχή πάνω στα φύλλα.
Πέρασαν πολλά δρομάκια κι ανέβηκαν πολλά σκαλιά, ώσπου έφτασαν στα ψηλά κι είδαν μπροστά τους, στη μέση μιας φαρδιάς πράσινης πρασιάς, ένα σιντριβάνι να φεγγοβολάει. Το φώτιζαν ασημένιες λάμπες που λικνίζονταν απ’ τα κλαδιά των δέντρων κι έπεφτε σε μια ασημένια γούρνα, απ’ όπου ξεχείλιζε ένα άσπρο ρυάκι. Στη νότια πλευρά της πρασιάς στεκόταν το πιο θεόρατο απ’ όλα τα δέντρα· ο λείος του κορμός γυάλιζε σαν γκρίζο μετάξι κι ανέβαινε ψηλά πολύ ως τα πρώτα του κλαδιά, που απλώνονταν τεράστια κάτω από σύννεφα σκιερά φύλλα. Στο πλάι του υπήρχε μια πλατιά σκάλα και στη βάση της κάθονταν τρία Ξωτικά. Πετάχτηκαν όρθια μόλις πλησίασαν οι ταξιδιώτες κι ο Φρόντο είδε πως ήταν ψηλά και φορούσαν γκρίζα αρματωσιά κι απ’ τους ώμους τους κρέμονταν μακριοί άσπροι μανδύες.
— Εδώ κατοικούν ο Σέλεμπορν και η Γκαλάντριελ, είπε ο Χάλντιρ. Η επιθυμία τους είναι ν’ ανεβείτε και να μιλήσετε μαζί τους.
Ένας από τους Ξωτικο-φύλακες φύσηξε μια καθάρια νότα σε μια μικρή σάλπιγγα κι ακούστηκε τρεις φορές απάντηση από ψηλά.
— Θα πάω πρώτος, είπε ο Χάλντιρ. Ας ακολουθήσει ο Φρόντο κι ο Λέγκολας. Οι υπόλοιποι μπορούν ν’ ακολουθήσουν όπως θέλουν. Είναι μεγάλη ανάβαση για όσους δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες σκάλες, αλλά μπορείτε να ξεκουραστείτε στο δρόμο.
Καθώς ανέβαινε αργά ο Φρόντο πέρασε πολλά φλετ: μερικά στη μια πλευρά και μερικά στην άλλη και μερικά γύρω απ’ τον κορμό του δέντρου, έτσι που η σκάλα περνούσε από μέσα τους. Σε μεγάλο ύψος πάνω απ’ τη γη έφτασε σ’ ένα ευρύχωρο τάλαν, σαν το κατάστρωμα μεγάλου πλοίου. Πάνω του ήταν χτισμένο ένα σπίτι, τόσο μεγάλο που σχεδόν θα μπορούσε να είναι δημόσιο κτίριο των Ανθρώπων πάνω στη γη. Μπήκε μέσα πίσω από το Χάλντιρ και βρέθηκε σε μιά αίθουσα σε σχήμα οβάλ, που στη μέση της ανέβαινε ο κορμός του μεγάλου μάλορν, που τώρα ξελέπταινε προς την κορφή του χωρίς να πάψει να ’ναι κολόνα με μεγάλη διάμετρο.
Το διαμέρισμα ήταν πλημμυρισμένο ένα απαλό φως· οι τοίχοι του ήταν πράσινοι κι ασημένιοι κι η οροφή του χρυσή. Εκεί ήταν καθισμένα πολλά ξωτικά. Σε δυο καθίσματα κάτω απ’ τον κορμό του δέντρου, σκεπασμένα μ’ ένα ζωντανό κλαδί, κάθονταν πλάι πλάι ο Σέλεμπορν κι η Γκαλάντριελ. Σηκώθηκαν να υποδεχτούν τους ξένους τους. σύμφωνα με το τυπικό των Ξωτικών, παρ’ όλο που ήταν πανίσχυροι βασιλιάδες. Ήταν πολύ ψηλοί κι η Κυρά όχι λιγότερο απ’ τον Άρχοντα· κι ήταν μεγαλόπρεποι και πανέμορφοι. Ήταν ντυμένοι στα κατάλευκα. Τα μαλλιά της Κυράς ήταν βαθύχρωμο χρυσάφι και τα μαλλιά του Άρχοντα Σέλεμπορν ήταν ασήμι μακρύ και λαμπερό· αλλά δεν είχαν κανένα σημάδι γηρατειών πάνω τους εκτός κι ίσως στα βάθη των ματιών τους, που ήταν κοφτερά σαν λόγχες στο φως των αστεριών και ταυτόχρονα βαθυστόχαστα, πηγάδια άμετρης θύμησης.