Ο Χάλντιρ οδήγησε το Φρόντο μπροστά τους και ο Άρχοντας τον υποδέχτηκε στη γλώσσα του. Η Κυρά Γκαλάντριελ δεν είπε λέξη, μόνο τον κοίταξε πολλή ώρα κατά πρόσωπο.
— Κάθισε τώρα πλάι στο κάθισμά μου, Φρόντο του Σάιρ! είπε ο Σέλεμπορν. Όταν έρθουν όλοι θα μιλήσουμε μαζί.
Χαιρετούσε με ευγένεια και ονομαστικά τον καθένα απ’ τους συντρόφους καθώς έμπαιναν μέσα.
— Καλώς ήρθες, Άραγκορν, γιε του Άραθορν! είπε. Έχουν περάσει τριάντα οχτώ χρόνια του έξω κόσμου από τότε που έχεις να έρθεις σ’ αυτή τη χώρα· κι αυτά τα χρόνια πέφτουν βαριά απάνω σου. Όμως το τέλος είναι κοντά, για καλό ή για κακό. Άφησε το φορτίο σου εδώ για λίγο!
Καλωσόρισες, γιε του Θράντουϊλ. Πολλοί σπάνια οι συγγενείς μου απ’ το Βοριά ταξιδεύουν ως εδώ.
Καλώς ήρθες, Γκίμλι γιε του Γκλόιν! Είναι στ’ αλήθεια πολύς καιρός που έχουμε να δούμε κάποιον απόγονο του Ντούριν στο Κάρας Γκαλάντον. Σήμερα όμως έχουμε παραβεί τον πολύχρονο νόμο μας. Μακάρι αυτό να είναι σημάδι ότι, αν κι ο κόσμος είναι τώρα σκοτεινός, πλησιάζουν καλύτερες μέρες και θα ανανεωθεί η φιλία ανάμεσα στους λαούς μας.
Ο Γκίμλι υποκλίθηκε βαθιά.
Όταν όλοι οι ξένοι του ήταν καθισμένοι μπροστά στο θρόνο του. ο Άρχοντας τους κοίταξε ξανά.
— Εδώ είναι οχτώ, είπε. Εννέα θα ξεκινούσαν· έτσι έλεγαν τα μηνύματα. Μα ίσως να έγινε κάποια διαφορετική σκέψη, που δεν την έχουμε πληροφορηθεί. Ο Έλροντ είναι πολύ μακριά και σκοτάδι μαζεύεται ανάμεσά μας· και όλα αυτά τα χρόνια οι ίσκιοι έχουν μακρύνει.
— Όχι, δεν άλλαξε η σκέψη, είπε η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ, μιλώντας για πρώτη φορά. Η φωνή της ήταν καθάρια και μουσική, αλλά βαθύτερη από συνηθισμένης γυναίκας. Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος ξεκίνησε μαζί με την Ομάδα, αλλά δεν πέρασε τα σύνορα τούτης της γης. Τώρα πείτε μας πού είναι- γιατί είχα μεγάλη επιθυμία να μιλήσω μαζί του ξανά. Αλλά δεν μπορώ να τον δω από μακριά, εκτός κι έρθει μέσ’ από τα σύνορα του Λοθλό ριεν: μια γκρίζα ομίχλη τον σκεπάζει και οι δρόμοι των ποδιών και του μυαλού του είναι κρυμμένοι από μένα.
— Αλίμονο! είπε ο Άραγκορν. Ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος έπεσε στη σκιά. Έμεινε στη Μόρια και δεν ξέφυγε.
Σ’ αυτά τα λόγια όλα τα Ξωτικά που ήταν εκεί ξεφώνισαν με λύπη κι απορία.
— Αυτά είναι πολύ άσχημα νέα, είπε ο Σέλεμπορν, τα χειρότερα που έχουν ακουστεί εδώ μέσα στη διάρκεια πολλών χρόνων γεμάτων με λυπητερά γεγονότα. Στράφηκε στο Χάλντιρ. Γιατί δε με πληροφορήσατε γι’ αυτό πριν; ρώτησε στη γλώσσα των Ξωτικών,
— Δε μιλήσαμε στο Χάλντιρ για τις περιπέτειές μας επίτηδες, είπε ο Λέγκολας. Στην αρχή ήμαστε πολύ κουρασμένοι κι ο κίνδυνος βρισκόταν πολύ κοντά πίσω μας· και ύστερα σχεδόν ξεχάσαμε τη λύπη μας για ένα διάστημα, καθώς βαδίζαμε χαρούμενοι στα ωραία μονοπάτια του Λόριεν.
— Η λύπη μας όμως είναι μεγάλη και η απώλειά μας δεν μπορεί ν’ αντικατασταθεί, είπε ο Φρόντο. Ο Γκάνταλφ ήταν ο οδηγός μας και μας πέρασε μέσ’ από τη Μόρια· κι όταν η διαφυγή μας βρισκόταν πέρα από κάθε ελπίδα μας έσωσε κι έπεσε.
— Πείτε μας τώρα όλη την ιστορία, είπε ο Σέλεμπορν.
Τότε ο Άραγκορν εξιστόρησε όλα όσα έγιναν στο πέρασμα του Καράντρας και στις μέρες που ακολούθησαν· και είπε για τον Μπάλιν και το βιβλίο του και για τη συμπλοκή στην Αίθουσα των Μαζαρμπούλ τη φωτιά, τη στενή γέφυρα και τον ερχομό του Τρόμου,
— Φαινόταν σαν κάποιο κακοποιό πλάσμα του Αρχαίου Κόσμου, που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί, είπε ο Άραγκορν. Ήταν μαζί και σκιά και φλόγα, δυνατό και τρομερό.
— Ήταν ένα Μπάρλονγκ του Μόργκοθ, είπε ο Λέγκολας· κι απ’ όλους τους χαμούς των Ξωτικών, ο πιο θανατερός, εκτός απ’ τον Ένα που κάθεται στο Σκοτεινό Πύργο.
— Στ’ αλήθεια, είδα πάνω στη γέφυρα αυτό που στοιχειώνει τα πιο εφιαλτικά μας όνειρα, είδα το Χαμό του Ντούριν, είπε ο Γκίμλι χαμηλόφωνα και μεγάλος τρόμος καθρεφτιζόταν στα μάτια του.
— Αλίμονο! είπε ο Σέλεμπορν. Για πολύ καιρό εμείς είχαμε το φόβο πως κάποιος τρόμος κοιμόταν κάτω απ’ τον Καράντρας. Αλλά αν ήξερα πως οι Νάνοι είχαν ξυπνήσει αυτό το κακό στη Μόρια πάλι, θα σας είχα απαγορεύσει να περάσετε τα βόρεια σύνορα, σ’ εσάς και σ’ ό,τι σας ακολουθούσε, Κι αν ήταν δυνατό θα μπορούσαμε να πούμε πως στο τέλος ο Γκάνταλφ έπεσε απ’ τη σοφία στη βλακεία, μπαίνοντας δίχως αιτία στη Μόρια.
— Θα ήταν στ’ αλήθεια πολύ απερίσκεπτος αυτός που θα έλεγε κάτι τέτοιο, είπε η Γκαλάντριελ. Τα έργα που έκανε στη ζωή του ο Γκάνταλφ δεν ήταν ποτέ δίχως κάποια αιτία. Αυτοί που τον ακολουθούσαν δεν ήξεραν τι σκεφτόταν και επομένως δεν μπορούν να μας πουν ολόκληρο το σκοπό του. Αλλά ό,τι κι αν ήταν ο οδηγός, αυτοί που τον ακολούθησαν δε φταίνε. Μη μετανιώνεις που καλωσόρισες το Νάνο. Αν ο δικός μας λαός βρισκόταν σ’ εξορία και μακριά απ’ το Λοθλόριεν, ποιος απ’ τους Γκαλάντριμ, ακόμα κι ο Σοφός Σέλεμπορν, θα περνούσε από κοντά και δε θα ήθελε να δει το παλιό του σπίτι, ακόμα κι αν είχε γίνει άντρο δράκων;