Выбрать главу

— Ποτέ δε σκέφτηκα κάτι τέτοιο, απάντησε ο Σαμ, που δεν είχε καθόλου διάθεση γι’ αστεία. Σα θες να ξέρεις, ένιωσα λες και δε φορούσα τίποτα και δε μ’ άρεσε. Αυτή λες και κοίταζε μέσα μου και με ρωτούσε τι θα έκανα αν μου έδινε την ευκαιρία να γυρίσω πίσω στο Σάιρ με μια ωραία τρύπα με — με ένα κήπο εντελώς δικό μου.

— Παράξενο, είπε ο Μέρι. Σχεδόν ακριβώς το ίδιο ένιωσα κι εγώ· μόνο που να. δε νομίζω πως θα πω τίποτ’ άλλο, σταμάτησε αδέξια.

Όλοι τους, φαινόταν, είχαν την ίδια εμπειρία: ο καθένας ένιωσε πως του είχαν δώσει να διαλέξει ανάμεσα στη γεμάτη φόβο σκιά που απλωνόταν μπροστά και σε κάτι που επιθυμούσε πολύ: ξεκάθαρα μες στο νου του το έβλεπε ο καθένας και για να το αποκτήσει δεν είχε παρά να αφήσει το δρόμο και να εγκαταλείψει την Αποστολή και τον πόλεμο του Σόρον ενάντια στους άλλους.

— Κι εγώ νόμιζα, είπε ο Γκίμλι, πως ό,τι είχα αποφασίσει και διαλέξει θα ’μενε κρυφό και θα το ’ξερε ο εαυτός μου μόνο.

— Σ’ εμένα φάνηκε πάρα πολύ παράξενο, είπε ο Μπορομίρ. Ίσως να ήταν δοκιμασία μόνο και να σκέφτηκε να διαβάσει τις σκέψεις μας για κάποιον δικό της σκοπό· αλλά θα έλεγα πως σχεδόν μας έβαζε στον πειρασμό και μας πρόσφερε κάτι που υποκρινόταν πως έχει τη δύναμη να μας δώσει. Δε χρειάζεται, βέβαια, να πω ότι αρνήθηκα ν’ ακούσω. Οι άνθρωποι της Μίνας Τίριθ μένουν πιστοί στο λόγο τους.

Αλλά, τι νόμισε πως η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ του είχε προσφέρει, δεν το είπε ο Μπορομίρ.

Όσο για το Φρόντο, δεν ήθελε να μιλήσει, αν κι ο Μπορομίρ τον πίεσε μ’ ερωτήσεις.

— Σε κράτησε πολύ στη ματιά της, Δαχτυλιδοκουβαλητή, είπε.

— Ναι, είπε ο Φρόντο· αλλά ό,τι κι αν μου ήρθε στο μυαλό τότε, θα το αφήσω εκεί.

— Καλά, μα πρόσεχε! είπε ο Μπορομίρ. Δεν είμαι και πολύ σίγουρος γι’ αυτή την Κυρά των Ξωτικών και τους σκοπούς της.

— Μη λες κακό για την Αρχόντισσα Γκαλάντριελ! είπε ο Άραγκορν αυστηρά. Δεν ξέρεις τι λες. Δεν υπάρχει ούτε μέσα της, ούτε και σ’ αυτή τη γη κακό, εκτός και κάποιος το φέρει εδώ μέσα του. Τότε ας προσέξει αυτός! Αλλά απόψε θα κοιμηθώ χωρίς φόβο για πρώτη φορά από τότε που άφησα το Σκιστό Λαγκάδι. Και μακάρι να κοιμηθώ βαθιά και να ξεχάσω για λίγο τη λύπη μου! Είμαι κουρασμένος και στο σώμα και στην ψυχή.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι αμέσως αποκοιμήθηκε βαθιά.

Γρήγορα κι οι άλλοι έκαναν το ίδιο και κανένας θόρυβος ή όνειρο δεν τάραξε τον ύπνο τους. Όταν ξύπνησαν είδαν πως είχε ξημερώσει για καλά έξω στην πρασιά μπροστά απ’ τη σκηνή και το σιντριβάνι ανέβαινε κι έπεφτε αστράφτοντας στον ήλιο.

Έμειναν αρκετές μέρες στο Λοθλόριεν, απ’ όσο μπορούσαν να υπολογίσουν ή να θυμηθούν. Όλο τον καιρό που έμειναν εκεί, ο ήλιος έλαμπε καθαρός, εκτός από καμιά απαλή βροχή που έπεφτε πότε πότε κι έφευγε, αφήνοντας όλα τα πράγματα φρέσκα και καθαρά. Ο αέρας ήταν δροσερός κι απαλός, λες κι ήταν οι αρχές της άνοιξης, αλλ’ όμως ένιωθαν γύρω τους τη βαθιά και σκεφτική ησυχία του χειμώνα. Τους φαινόταν πως δεν έκαναν τίποτ’ άλλο απ’ το να τρώνε, να πίνουν, να ξεκουράζονται και να περπατούν ανάμεσα στα δέντρα· κι ήταν αρκετό.

Δεν είχαν δει τον Άρχοντα και την Κυρά ξανά κι είχαν λίγες κουβέντες με τα Ξωτικά· γιατί πολύ λίγα ήξεραν ή ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τη Γουέστρον. Ο Χάλντιρ τους είχε αποχαιρετίσει κι είχε πάει πίσω ξανά στα σύνορα του Βοριά, όπου τώρα υπήρχε μεγάλη φρουρά, ύστερα από τα νέα που είχε φέρει η Ομάδα απ’ τη Μόρια. Ο Λέγκολας έλειπε και πήγαινε πολύ με τους Γκαλάντριμ κι ύστερα απ’ την πρώτη νύχτα, δεν ξανακοιμήθηκε με τους συντρόφους του, αν κι ερχόταν να φάει και να κουβεντιάσει μαζί τους. Συχνά έπαιρνε τον Γκίμλι μαζί του, όταν έβγαινε έξω κι οι άλλοι απορούσαν μ’ αυτή την αλλαγή.

Τώρα εκεί που οι σύντροφοι κάθονταν ή περπατούσαν μαζί, κουβέντιαζαν για τον Γκάνταλφ και όλα όσα ήξερε ή είχε δει ο καθένας γι’ αυτόν έρχονταν καθαρά στη θύμηση τους. Και καθώς γιατρεύονταν απ’ τις πληγές και την κούραση του σώματος, η λύπη γι’ αυτό που έχασαν γινόταν πιο δυνατή. Συχνά άκουγαν εκεί κοντά τις φωνές των Ξωτικών να τραγουδούν κι ήξεραν πως έφτιαχναν θρήνους για την πτώση του, γιατί άκουγαν το όνομά του ανάμεσα στους γλυκούς λυπημένους στίχους που δεν μπορούσαν να καταλάβουν.

Μιθραντίρ, Μιθραντίρ, θρηνούσαν τα Ξωτικά, ω Γκρίζε Ταξιδευτή!

Γιατί έτσι αγαπούσαν να τον ονομάζουν. Αλλά όταν ο Λέγκολας βρισκόταν μαζί με την Ομάδα, δεν ήθελε να τους μεταφράσει τα τραγούδια, λέγοντας πως δεν είχε την τέχνη και ότι γι’ αυτόν η λύπη ήταν πολύ κοντά, έτσι που έκλαιγε και δεν τραγουδούσε ακόμα.

Ο Φρόντο ήταν ο πρώτος που έβαλε κάτι από τη λύπη του σε διστακτικές κουβέντες. Σπάνια είχε τη διάθεση να φτιάξει κάποιο τραγούδι ή ρίμα· ακόμα και στο Σκιστό Λαγκάδι άκουγε τα τραγούδια, μα ο ίδιος δεν τραγουδούσε, αν και στη μνήμη του είχε συγκρατήσει πολλά, που άλλοι, πριν απ’ αυτόν, είχαν φτιάξει. Τώρα όμως εκεί που καθόταν πλάι στο σιντριβάνι στο Λόριεν κι άκουγε γύρω του τις φωνές των Ξωτικών, η σκέψη του πήρε τη μορφή τραγουδιού, που του φάνηκε όμορφο· όμως, όταν προσπάθησε να το επαναλάβει στο Σαμ, μόνο αποσπάσματα είχαν μείνει, ξεθωριασμένα σαν μια χούφτα ξερά φύλλα.