— Μπράβο, θα ξεπεράσεις τον Μπίλμπο σε λίγο! είπε ο Σαμ.
— Όχι, φοβάμαι πως όχι, είπε ο Φρόντο. Όμως αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.
— Λοιπόν, κύριε Φρόντο, αν συνεχίσεις, ελπίζω να πεις και κάτι για τα πυροτεχνήματα, είπε ο Σαμ. Να, κάτι σαν κι αυτό:
Αν κι αυτό δε λέει τίποτα μπροστά στην πραγματικότητα, εδώ που τα λέμε.
— Όχι, αυτό θα τ’ αφήσω σ’ εσένα, Σαμ. Ή, ίσως, στον Μπίλμπο. Αλλά — να, δεν μπορώ να συνεχίσω αυτή την κουβέντα πια. Δεν μπορώ ν’ αντέξω στη σκέψη πως θα του πω τέτοια νέα.
Ένα δειλινό ο Φρόντο κι ο Σαμ περπατούσαν μαζί στο δροσερό μισόφωτο. Κι οι δυο είχαν αρχίσει ν’ ανυπομονούν ξανά. Το Φρόντο είχε ξαφνικά πλακώσει η σκιά του χωρισμού: κάπως ήξερε πως είχε πλησιάσει ο καιρός που θα έπρεπε ν’ αφήσει το Λοθλόριεν.
— Τι σκέφτεσαι τώρα για τα Ξωτικά, Σαμ; είπε. Σου έκανα την ίδια ερώτηση άλλη μια φορά παλιότερα, τώρα φαίνεται τόσο πολύ πιο παλιότερα· αλλά από τότε τα έχεις δει λίγο περισσότερο.
— Και βέβαια τα έχω! είπε ο Σαμ. Και λέω πως είναι Ξωτικά και Ξωτικά. Βέβαια, όλα ξωτικοφέρνουν αρκετά, αλλά δεν είναι όλα τα ίδια. Δηλαδή να, αυτά εδώ δεν είναι περιπλανώμενα και ξεσπιτωμένα και μοιάζουν λίγο πιο πολύ σαν κι εμάς: φαίνονται να είναι ένα με τον τόπο εδώ, ακόμα περισσότερο κι απ’ τους Χόμπιτ στο Σάιρ. Τώρα, το αν έχουν κάνει τον τόπο ή αν ο τόπος έχει κάνει αυτά, είναι δύσκολο να το πει κανείς, αν με καταλαβαίνεις. Είναι καταπληκτικά ήσυχα εδώ. Τίποτα δε φαίνεται να γίνεται και κανένας δε φαίνεται να το θέλει διαφορετικά. Αν υπάρχει κάποια μαγεία σ’ αυτό, είναι βαθιά, εκεί που εγώ δεν μπορώ να την αγγίξω, θα ’λεγα.
— Τη βλέπεις και τη νιώθεις παντού, είπε ο Φρόντο.
— Ναι, είπε ο Σαμ, αλλά δε βλέπεις κανένα να την κάνει. Δεν έχει πυροτεχνήματα σαν κι εκείνα που συνήθιζε να κάνει ο κακομοίρης ο γερο-Γκάνταλφ. Αναρωτιέμαι γιατί δε βλέπουμε τον Άρχοντα και την Κυρά όλες αυτές τις μέρες. Να εγώ τώρα φαντάζομαι πως αυτή θα μπορούσε να κάνει μερικά θαυμαστά πράγματα, αν ήθελε. Πολύ θα μου άρεσε να ’βλεπα λίγο ξωτικο-μάγια, κύριε Φρόντο!
— Εγώ όχι, είπε ο Φρόντο. Είμαι ικανοποιημένος. Και δε μου λείπουν τα πυροτεχνήματα του Γκάνταλφ, αλλά τα δασιά του φρύδια, ο γρήγορος θυμός του κι η φωνή του.
— Έχεις δίκιο, είπε ο Σαμ. Και μη νομίζεις πως παραπονιέμαι. Συχνά θέλησα να δω λίγα μαγικά σαν κι αυτά που λένε στα παραμύθια, αλλά ποτέ μου δεν είχα ακούσει για κανένα καλύτερο τόπο απ’ αυτόν εδώ. Είναι σαν να βρίσκεσαι την ίδια ώρα και στο σπίτι σου και σε διακοπές, αν με καταλαβαίνεις. Δε θέλω να φύγω. Απ’ την άλλη μεριά όμως αρχίζω να βλέπω πως μιας και πρέπει να συνεχίσουμε καλά θα κάνουμε να τελειώνουμε.
» “Τη δουλειά που δεν αρχίζεις πιότερο αργείς να σώσεις”, όπως έλεγε ο γερο-πατέρας μου. Και δε νομίζω πως αυτοί εδώ μπορούν να κάνουν τίποτα περισσότερο για να μας βοηθήσουν, μάγια ξεμάγια. Σα θα φύγουμε απ’ αυτήν εδώ τη γη είναι, σκέφτομαι, που θα μας λείψει πιο πολύ ο Γκάνταλφ.