— Πολύ φοβάμαι πως έχεις δίκιο και με το παραπάνω, Σαμ, είπε ο Φρόντο. Πολύ θα ’θελα όμως, πριν φύγουμε, να δούμε την Κυρά των Ξωτικών ξανά.
Πριν τελειώσει να μιλά, είδαν, λες κι ήρθε σαν απάντηση στα λόγια τους, την Αρχόντισσα Γκαλάντριελ να πλησιάζει. Ψηλή, λευκή και πανέμορφη περπατούσε κάτω απ’ τα δέντρα. Δεν είπε λέξη, αλλά τους έκανε -νόημα να πλησιάσουν.
Γύρισε και τους οδήγησε στις νότιες πλαγιές του λόφου του Κάρας Γκαλάντον και, περνώντας έναν ψηλό πράσινο φράχτη, βρέθηκαν σ’ ένα κλειστό κήπο. Εκεί δε φύτρωναν δέντρα κι ήταν ανοιχτός στον ουρανό. Ο αποσπερίτης είχε βγει κι έλαμπε μ’ άσπρη φωτιά πάνω απ’ τα δάση στη δύση. Κατεβαίνοντας μια μεγάλη σκάλα η Κυρά μπήκε σ’ ένα βαθύ πράσινο κοίλωμα απ’ όπου έτρεχε μουρμουρίζοντας το ασημένιο ποταμάκι που ξεκινούσε απ’ το σιντριβάνι στο λόφο ψηλά. Στο κάτω μέρος, πάνω σ’ ένα χαμηλό βάθρο σκαλισμένο σαν δέντρο με κλαδιά, στεκόταν μια ασημένια λεκάνη, πλατιά και ρηχή και πλάι της βρισκόταν ένα ασημένιο κανάτι.
Παίρνοντας νερό απ’ το ποταμάκι η Γκαλάντριελ γέμισε ως απάνω τη λεκάνη και φύσηξε πάνω της και, όταν το νερό ησύχασε ξανά, μίλησε.
— Εδώ είναι ο Καθρέφτης της Γκαλάντριελ, είπε. Σας έφερα εδώ για να δείτε μέσα, αν θέλετε.
Ο αέρας ήταν εντελώς ακίνητος και το μικρό κοίλωμα ήταν σκοτεινό κι η Ξωτικιά αρχόντισσα δίπλα στο Φρόντο ήταν ψηλή και χλωμή.
— Τι ν’ αναζητήσουμε και τι θα δούμε; είπε ο Φρόντο, γεμάτος δέος.
— Μπορώ να διατάξω τον Καθρέφτη ν’ αποκαλύψει πολλά πράγματα, απάντησε, και σε μερικούς μπορώ να δείξω αυτό που επιθυμούν να δουν. Αλλά ο Καθρέφτης δείχνει και πράγματα που δεν του τα έχουμε ζητήσει κι εκείνα είναι συχνά πιο παράξενα και πιο χρήσιμα από αυτά που θέλουμε να δούμε. Δεν μπορώ να πω τι θα δείτε, αν αφήσετε τον Καθρέφτη ελεύθερο να εργαστεί. Γιατί δείχνει πράγματα που ήταν, πράγματα που είναι και πράγματα που ίσως γίνουν. Αλλά τι απ’ όλα βλέπει αυτός που τον κοιτάζει, ακόμα και οι πιο σοφοί δεν μπορούν πάντοτε να το πουν. Θέλεις να κοιτάξεις;
Ο Φρόντο δεν απάντησε.
— Κι εσύ; είπε γυρίζοντας στο Σαμ. Γιατί αυτό είναι που εσείς οι Χόμπιτ το λέτε μάγια, νομίζω· αν και δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε· και χρησιμοποιείτε την ίδια λέξη και για τις απάτες του Εχθρού. Αλλ’ αυτά εδώ, αν θέλετε, είναι τα μάγια της Γκαλάντριελ. Δεν είπες πως θέλεις να δεις μάγια των Ξωτικών;
— Το είπα, είπε ο Σαμ, τρέμοντας λιγάκι ανάμεσα στο φόβο και στην περιέργεια. Θα ρίξω μια ματιά, Κυρά, αν το θέλεις.
» Και δε θα με πείραζε να δω λιγάκι τι γίνεται στην πατρίδα, είπε σιγανά στο Φρόντο. Μου φαίνεται πάρα πολύς καιρός από τότε που φύγαμε. Αλλά, νομίζω, ότι το πιο σίγουρο είναι πως θα δω τ’ αστέρια μονάχα ή τίποτα που δε θα το καταλαβαίνω.
— Μπορεί, είπε η Κυρά μ’ ένα απαλό γέλιο. Έλα όμως, κοίταξε και θα δεις ό,τι είναι να δεις. Μην αγγίξεις το νερό!
Ο Σαμ ανέβηκε στη βάση του βάθρου κι έσκυψε πάνω απ’ τη λεκάνη. Το νερό φαινόταν σκληρό και σκοτεινό. Αστέρια καθρεφτίζονταν μέσα του.
— Όπως το ’λεγα εγώ, μόνο αστέρια έχει, είπε. Έπειτα έβγαλε μια χαμηλή φωνή, γιατί τ’ αστέρια έσβησαν. Λες κι είχε τραβηχτεί ένα σκούρο παραβάν, ο Καθρέφτης έγινε γκρίζος κι ύστερα καθάρισε. Ο ήλιος έλαμπε και τα κλαδιά των δέντρων κουνιόνταν και τινάζονταν στον άνεμο. Αλλά πριν προλάβει ο Σαμ να πει τι ήταν αυτό που είδε, το φως ξεθώριασε· και τώρα νόμισε πως είδε το Φρόντο, με το πρόσωπο χλωμό, να είναι ξαπλωμένος και να κοιμάται στα πόδια ενός πανύψηλου μαύρου βράχου. Ύστερα του φάνηκε πως είδε τον εαυτό του να προχωρά σ’ ένα μισοσκότεινο διάδρομο και ν’ ανεβαίνει μια ατέλειωτη στριφτή σκάλα. Ένιωσε ξαφνικά πως γύρευε κάτι όλος αγωνία, αλλά δεν ήξερε τι. Σαν όνειρο η οπτασία άλλαξε, γύρισε πίσω κι είδε τα δέντρα πάλι. Αλλ’ αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο κοντά κι έτσι μπορούσε να δει τι γινόταν: τα δέντρα δεν κουνιόντουσαν στον άνεμο, έπεφταν, σωριάζονταν κατάχαμα.
— Ε! φώναξε ο Σαμ, εξαγριωμένος. Να τος εκείνος ο Τεντ Σάντιμαν, κόβει και ρίχνει κάτω δέντρα που δε θα ’πρεπε. Δεν πρέπει να τα κόψουν: εκείνη τη δεντροστοιχία πέρα απ’ το Μύλο που σκιάζει το δρόμο για το Νεροχώρι. Αχ και να μου ’πεφτε στα χέρια ο Τεντ και τότε θα βλέπαμε ποιον θα πελεκούσαν!
Μα τώρα ο Σαμ πρόσεξε πως ο Παλιός ο Μύλος είχε χαθεί και στη θέση του έχτιζαν ένα μεγάλο κτίριο με κόκκινα τούβλα. Δούλευαν πολλοί. Είχε κι έναν ψηλό κόκκινο καπνοδόχο εκεί κοντά. Μαύρος καπνός φαινόταν και συννέφιαζε την επιφάνεια του Καθρέφτη.
— Κάτι πολύ κακό δουλεύει στο Σάιρ, είπε. Ο Έλροντ ήξερε τι έλεγε όταν ήθελε να στείλει πίσω τον κύριο Μέρι. Έπειτα, ξαφνικά, ο Σαμ έβγαλε μια φωνή και πήδηξε πίσω.