» Δεν μπορώ να μείνω εδώ, είπε αγριεμένος. Πρέπει να πάω σπίτι. Κατασκάψανε το Μπάγκσοτ Ρόου κι ο φτωχός μου ο γέρος κατηφορίζει το Λόφο με μερικά απ’ τα πράγματά του σ’ ένα καρότσι. Πρέπει να πάω σπίτι!
— Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω μονάχος, είπε η Κυρά. Δεν ήθελες να γυρίσεις πίσω χωρίς τον κύριό σου πριν κοιτάξεις τον Καθρέφτη κι όμως ήξερες πως θα μπορούσαν να συμβαίνουν άσχημα πράγματα στο Σάιρ. Θυμήσου πως ο Καθρέφτης δείχνει πολλά πράγματα κι ότι δεν έχουν γίνει όλα. Μερικά δε γίνονται ποτέ, εκτός κι αν εκείνοι που τον κοιτάζουν αφήσουν το δρόμο τους και προσπαθήσουν να τα εμποδίσουν. Ο Καθρέφτης είναι επικίνδυνος οδηγός.
Ο Σαμ κάθισε στο χώμα κι έβαλε το κεφάλι του στα χέρια.
— Μακάρι να μην είχα έρθει ποτέ εδώ και δε θέλω να δω άλλα μάγια, είπε και σώπασε.
Ύστερα από μια στιγμή είπε πνιχτά, λες και προσπαθούσε να μην κλάψει.
— Οχι, θα γυρίσω πίσω απ’ το μακρύ το δρόμο, μαζί με τον κύριο Φρόντο, ή καθόλου. Και, αν αυτά που έχω δει βγουν αληθινά, κάποιος θα βρει τον μπελά του για τα καλά!
— Θέλεις τώρα να κοιτάξεις, Φρόντο; είπε η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ. Εσύ δεν ήθελες να δεις μάγια των Ξωτικών κι ήσουν ικανοποιημένος.
— Με συμβουλεύεις να κοιτάξω; ρώτησε ο Φρόντο.
— Όχι, είπε. Δε σε συμβουλεύω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν είμαι για να δίνω συμβουλές. Μπορεί να μάθεις κάτι και, είτε αυτό που θα δεις είναι ωραίο είτε άσχημο, μπορεί να σου φανεί χρήσιμο, μπορεί όμως κι όχι. Το να κοιτάζει κανείς είναι και καλό κι επικίνδυνο. Όμως νομίζω, Φρόντο, πως έχεις αρκετό θάρρος και σοφία για να δοκιμάσεις, αλλιώς δε θα σε είχα φέρει εδώ. Κάνε ό,τι θέλεις!
— Θα κοιτάξω! είπε ο Φρόντο, κι ανέβηκε στο βάθρο κι έσκυψε πάνω απ’ το σκοτεινό νερό.
Αμέσως ο Καθρέφτης καθάρισε ναι είδε μια περιοχή την ώρα του δειλινού. Βουνά υψώνονταν σκοτεινά στο βάθος κι ο ουρανός ήταν χλωμός. Ένας μακρύς γκρίζος δρόμος ξετυλιγόταν και χανόταν στο βάθος. Πολύ μακριά μια μορφή φάνηκε να κατεβαίνει το δρόμο, αμυδρή και μικρή στην αρχή, αλλά μεγάλωνε και φαινόταν καλύτερα όσο πλησίαζε. Ξαφνικά ο Φρόντο διαπίστωσε πως του θύμιζε τον Γκάνταλφ. Παραλίγο να φωνάξει τ’ όνομα του μάγου δυνατά, μα τότε είδε πως η μορφή δεν ήταν ντυμένη στα γκρίζα αλλά στα άσπρα, σ’ ένα άσπρο που έλαμπε ελαφρά στο μισοσκόταδο· και στα χέρια της κρατούσε ένα άσπρο ραβδί. Το κεφάλι ήταν τόσο σκυμμένο που δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο· και σε λίγο η μορφή πήρε τη στροφή του δρόμου και χάθηκε απ’ τον Καθρέφτη. Αμφιβολία φώλιασε στο νου του Φρόντο: ήταν αυτή η οπτασία ο Γκάνταλφ, σε κάποιο απ’ τα πολλά και μακρινά του ταξίδια παλιά, ή ήταν ο Σάρουμαν;
Η εικόνα άλλαξε τώρα. Γρήγορα και μικροσκοπικά, αλλά πολύ ζωηρά, είδε για μια στιγμή τον Μπίλμπο να περπατάει νευρικά πέρα δώθε στο δωμάτιό του. Το τραπέζι ήταν φορτωμένο μ’ ακατάστατα χαρτιά· βροχή χτυπούσε στα παράθυρα.
Ύστερα έγινε μια διακοπή και μετά ακολούθησαν πολλές γρήγορες σκηνές που ο Φρόντο, με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, κατάλαβε πως ήταν κομμάτια από τη μεγάλη σειρά των ιστορικών γεγονότων που είχε κι αυτός μπερδευτεί. Η ομίχλη καθάρισε κι είδε ένα θέαμα που δεν είχε ποτέ του ξαναδεί, αλλά που το γνώρισε αμέσως: η Θάλασσα. Σκοτείνιασε. Η θάλασσα φούσκωσε κι αντάριασε κι έγινε μεγάλη θύελλα. Μετά είδε, με φόντο τον Ήλιο που έδυε κόκκινος, σαν αίμα μέσ’ από κουρελιασμένα σύννεφα, τη μαύρη σιλουέτα ενός ψηλού καραβιού με σκισμένα πανιά, που ερχόταν από τη Δύση. Ύστερα έναν πλατύ ποταμό που κυλούσε ανάμεσα σε μια πυκνοκατοικημένη πόλη. Έπειτα ένα άσπρο φρούριο με εφτά πύργους. Κι ύστερα πάλι ένα καράβι με μαύρα πανιά, αλλά τώρα ήταν πρωί ξανά και το νερό στραφτάλιζε στο φως κι ένα λάβαρο μ’ έμβλημα ένα άσπρο δέντρο έλαμπε στον ήλιο. Σηκώθηκε καπνός λες από φωτιά και πόλεμο κι έδυσε ξανά ο ήλιος κόκκινος σαν τη φωτιά κι ύστερα το φως ξεθώριασε κι έγινε σταχτιά ομίχλη· και μες στην ομίχλη ένα μικρό καραβάκι πέρασε φεύγοντας, γεμάτο φώτα που αναβόσβηναν. Χάθηκε, κι ο Φρόντο αναστέναξε κι ετοιμάστηκε ν’ αποτραβηχτεί.
Αλλά ξαφνικά ο Καθρέφτης μαύρισε εντελώς, μαύρισε λες και μια τρύπα να είχε ανοιχτεί στον ορατό κόσμο κι ο Φρόντο κοίταξε στο κενό. Μες στη μαύρη άβυσσο φάνηκε ένα μοναδικό μάτι, που σιγά σιγά μεγάλωνε, μέχρι που σχεδόν γέμισε όλο τον Καθρέφτη, Ήταν τόσο φοβερό που ο Φρόντο ρίζωσε εκεί που στεκόταν, ανίκανος να φωνάξει ή ν’ αποτραβήξει το βλέμμα του. Το Μάτι είχε γύρω γύρω φωτιά, αλλά αυτό καθεαυτό ήταν σαν γυάλινο, κίτρινο σαν της γάτας, παρατηρητικό και συγκεντρωμένο και το μαύρο σκίσιμο της κόρης του άνοιγε σε μια άβυσσο, ένα παράθυρο στην ανυπαρξία.
Ύστερα το μάτι άρχισε να γυρίζει, να ψάχνει εδώ κι εκεί· κι ο Φρόντο ήξερε με σιγουριά και τρόμο πως ανάμεσα στα πολλά που γύρευε ήταν κι αυτός ο ίδιος. Αλλά ήξερε επίσης πως δεν μπορούσε να τον δει — όχι ακόμα, όχι. εκτός και το ήθελε αυτός. Το Δαχτυλίδι που κρεμόταν στην αλυσίδα γύρω απ’ το λαιμό του βάρυνε πιο πολύ κι από μια μεγάλη πέτρα και τραβούσε το κεφάλι του μπροστά. Ο Καθρέφτης φαινόταν να μεγαλώνει και καυτές στήλες ατμού ανέβαιναν απ’ το νερό. Γλιστρούσε μπροστά.