— Μην αγγίξεις το νερό! είπε η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ μαλακά.
Το όραμα ξεθώριασε κι ο Φρόντο βρέθηκε να κοιτάζει τα δροσερά αστέρια που τρεμόπαιζαν στην ασημένια λεκάνη. Τραβήχτηκε πίσω τρέμοντας ολόκληρος και κοίταξε την Κυρά.
— Ξέρω τι ήταν αυτό που είδες τελευταίο, είπε· γιατί βρίσκεται και στο δικό μου μυαλό. Μη φοβάσαι! Αλλά και μη νομίσεις πως μόνο με το τραγούδι ανάμεσα στα δέντρα, ή με τα μικρά βέλη των τόξων των Ξωτικών, διατηρείται η γη του Λοθλόριεν κι αντιστέκεται στον Εχθρό. Σου λέω, Φρόντο, πως τώρα που σου μιλάω, διακρίνω το Μαύρο Άρχοντα· και ξέρω τη σκέψη του, ή μάλλον όσα σκέφτεται και αφορούν τα Ξωτικά. Και συνέχεια ψάχνει στα τυφλά για να δει εμένα και τις σκέψεις μου. Αλλά η πόρτα είναι ακόμα κλεισμένη!
Σήκωσε τα λευκά της μπράτσα κι άπλωσε τα χέρια της κατά την Ανατολή με μια κίνηση που δήλωνε διώξιμο κι άρνηση. Ο Εαρέντιλ, το Αστέρι του Δειλινού, το πω αγαπημένο των Ξωτικών, έλαμπε αθάμπωτο ψηλά. Ήταν τόσο λαμπερό που η σιλουέτα της Κυράς των ξωτικών έριχνε μια αμυδρή σκιά στη γη. Οι ακτίνες του έπεσαν πάνω σ’ ένα δαχτυλίδι στο χέρι της· γυάλιζε σαν δουλεμένο χρυσάφι σκεπασμένο μ’ ασημένιο φως κι ένα άσπρο πετράδι αναβόσβηνε λες και τ’ Αστέρι των Ξωτικών είχε κατεβεί να ξεκουραστεί στο δάχτυλό της πάνω. Ο Φρόντο κοίταξε το δαχτυλίδι με δέος· γιατί ξαφνικά του φάνηκε πως κατάλαβε.
— Ναι, είπε η Γκαλάντριελ, μαντεύοντας τη σκέψη του, δεν επιτρέπεται να μιλάμε γι’ αυτό κι ο Έλροντ δεν μπορούσε να το κάνει. Αλλά δεν μπορεί να κρυφτεί απ’ το Δαχτυλιδο-κουβαλητή κι απ’ αυτόν που έχει δει το μάτι. Στ’ αλήθεια βρίσκεται στη γη του Λόριεν στο δάχτυλο της Γκαλάντριεν ένα από τα Τρία π’ απομένουν. Αυτό είναι η Νένια, το Δαχτυλίδι του Διαμαντιού κι εγώ είμαι ο φύλακάς του.
» Υποψιάζεται μα δεν το ξέρει — όχι ακόμα. Δε βλέπεις λοιπόν τώρα πως ο ερχομός σου ακούγεται για μας σαν το βήμα του Μοιραίου; Γιατί αν αποτύχεις, τότε απογυμνωνόμαστε στον Εχθρό. Αλλ’ όμως αν πετύχεις, τότε η δική μας δύναμη θα ελαττωθεί, το Λοθλόριεν θα σβήσει και τα κύματα του Χρόνου θα το παρασύρουν στο διάβα τους. Εμείς θα πρέπει να φύγουμε στη Δύση ή να καταντήσουμε ένας αγροτικός λαός στις σπηλιές και στα δάση, αργά να ξεχνάμε και να μας ξεχνούν. Ο Φρόντο έσκυψε το κεφάλι.
— Κι εσύ τι επιθυμείς; είπε τέλος.
— Θα γίνει αυτό που είναι να γίνει, απάντησε. Η αγάπη που έχουν τα Ξωτικά για τη γη και τα έργα τους είναι πιο βαθιά κι απ’ τα βάθη της Θάλασσας κι η λύπη τους δεν πεθαίνει, ούτε μπορεί να γιατρευτεί τελείως. Όμως προτιμούν να τα χάσουν όλα παρά να υποταχτούν στο Σόρον: γιατί τώρα τον ξέρουν καλά. Γιατί εσύ δεν είσαι υπεύθυνος για την τύχη του Λοθλόριεν, παρά μόνο για την εκπλήρωση της αποστολής σου. Θα μπορούσα όμως να επιθυμήσω, αν αυτό θα ’φερνε κανένα αποτέλεσμα, το ένα Δαχτυλίδι να μην είχε φτιαχτεί ποτέ, ή να έμενε για πάντα χαμένο.
— Είσαι σοφή κι ατρόμητη και δίκαιη, Αρχόντισσα Γκαλάντριελ, είπε ο Φρόντο. Θα σου δώσω το Ένα, αν το ζητήσεις. Παραείναι μεγάλο για μένα.
Η Γκαλάντριελ γέλασε μ’ ένα ξαφνικό κρυστάλλινο γέλιο.
— Σοφή μπορεί να είναι η Γκαλάντριελ η Αρχόντισσα, είπε, όμως εδώ βρήκε το όμοιό της στην ευγένεια. Με εκδικιέσαι ευγενικά για τη δοκιμασία που σου έκανα στην πρώτη μας συνάντηση. Αρχίζεις να βλέπεις με μάτι κοφτερό. Δεν μπορώ ν’ αρνηθώ πως η καρδιά μου επιθυμούσε πολύ να σου ζητήσω αυτό που προσφέρεις. Για πάρα πολλά χρόνια είχα συλλογιστεί τι θα μπορούσα να κάνω, αν το Μεγάλο Δαχτυλίδι ερχόταν στα χέρια μου, και να! έχει φτάσει τόσο κοντά που, έτσι ν’ απλώσω, το πήρα, Το κακό που επινοήθηκε πολύ παλιά εξακολουθεί να δουλεύει με πολλούς τρόπους, είτε πέσει, είτε νικήσει ο Σόρον. Δε θα ήταν ένα σπουδαίο κατόρθωμα κι αντάξιο του Δαχτυλιδιού, αν το είχα πάρει απ’ το φιλοξενούμενό μου με τη βία ή το φόβο;
» Και τώρα επιτέλους έρχεται! Θα μου δώσεις το Δαχτυλίδι ελεύθερα! Στη θέση του Μαύρου Άρχοντα θα βάλεις μια Βασίλισσα. Κι εγώ δε θα είμαι σκοτεινή, αλλά όμορφη και τρομερή όπως η Μέρα και η Νύχτα! Όμορφη σαν τη Θάλασσα και τον Ήλιο και το Χιόνι στο Βουνό! Φοβερή σαν την Καταιγίδα και την Αστραπή! Πιο δυνατή κι απ’ τα θεμέλια της γης. Όλοι θα μ’ αγαπούν και θ’ απελπίζονται!
Σήκωσε το χέρι της κι από το δαχτυλίδι που φορούσε ξεπήδησε ένα μεγάλο φως που φώτισε μονάχα αυτήν κι άφησε όλα τ’ άλλα σκοτεινά. Στεκόταν μπροστά στο Φρόντο και τώρα έδειχνε αμέτρητα ψηλή και πεντάμορφη πέρα απ’ όσο άντεχε να βλέπει, τρομερή και μεγαλειώδης. Ύστερα άφησε το χέρι της να πέσει και το φως έσβησε· και ξαφνικά γέλασε πάλι και να! μάζεψε: έγινε μια λυγερή ξωθιά, ντυμένη απλά στ’ άσπρα, που . η ευγενική φωνή της ήταν απαλή και λυπημένη.