Выбрать главу

— Κι ένας Χόμπιτ! φώναξε ο Μέρι. Δε βλέπουμε όλοι μας τις βάρκες λες κι είναι άγρια άλογα. Οι δικοί μου ζούνε στις όχθες του Μπράντιγουάιν.

— Πολύ καλά, είπε ο Σέλεμπορν. Τότε θα εφοδιάσω την Ομάδα σας με βάρκες. Θα πρέπει να είναι μικρές κι ελαφρές, γιατί αν ταξιδέψετε μακριά πάνω στο νερό, υπάρχουν μέρη που θ’ αναγκαστείτε να τις μεταφέρετε στα χέρια. Θα συναντήσετε τους υφαλοστρόβιλους του Σαρν Γκεμπίρ κι ίσως, στο τέλος, τους μεγάλους καταρράκτες του Ράουρος, όπου ο Ποταμός πέφτει κάτω βροντερά απ’ τη Νεν Χιθόελ· κι υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι, Οι βάρκες μπορεί να κάνουν το ταξίδι σας λιγότερο κοπιαστικό γι’ αρκετό δρόμο. Αλλά δε θα σας δώσουν συμβουλές: στο τέλος θα πρέπει να εγκαταλείψετε κι αυτές και τον Ποταμό και να στρίψετε δυτικά ή ανατολικά.

Ο Άραγκορν ευχαρίστησε το Σέλεμπορν πολλές φορές. Οι βάρκεςδώρο τον ανακούφισαν πολύ και περισσότερο γιατί τώρα δεν υπήρχε λόγος ν’ αποφασίσει την πορεία του για μερικές μέρες. Κι οι άλλοι, επίσης, πήραν θάρρος. Οτιδήποτε κίνδυνοι κι αν βρίσκονταν μπροστά τους, τους φαινόταν καλύτερο να ταξιδεύουν πλέοντας στο πλατύ ρεύμα του Άντουϊν για να τους συναντήσουν, παρά να βραδυπορούν πεζοί και με σκυφτές τις πλάτες. Μόνο ο Σαμ είχε αμφιβολίες: αυτός οπωσδήποτε εξακολουθούσε να θεωρεί τις βάρκες τόσο επικίνδυνες, όσο και τ’ άγρια άλογα, ή και χειρότερες και, παρ’ όλους τους κινδύνους που είχε περάσει, δεν είχε αλλάξει γνώμη γι’ αυτές.

— Θα είναι όλα έτοιμα και θα σας περιμένουν στο λιμάνι πριν το μεσημέρι αύριο, είπε ο Σέλεμπορν. Θα στείλω δικούς μου το πρωί να σας βοηθήσουν να ετοιμαστείτε για το ταξίδι. Τώρα θα ευχηθούμε σ’ όλους σας καληνύχτα κι ύπνο ειρηνικό.

— Καληνύχτα, φίλοι μου! είπε η Γκαλάντριελ. Κοιμηθείτε με ειρήνη! Μην ταράζεστε απόψε με τη σκέψη του δρόμου. Ίσως ο δρόμος που ο καθένας σας θα πάρει, να βρίσκεται κιόλας κάτω από τα πόδια του, αν κι εσείς δεν τον βλέπετε. Καληνύχτα!

Έφυγαν και γύρισαν στη σκηνή τους. Ο Λέγκολας πήγε μαζί τους, γιατί ήταν η τελευταία τους νύχτα στο Λοθλόριεν και, παρά τα λόγια της Γκαλάντριελ, ήθελαν να συζητήσουν και όλοι μαζί.

Για πολλή ώρα κουβέντιασαν τι έπρεπε να κάνουν και ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να εκτελέσουν την αποστολή τους με το Δαχτυλίδι· αλλά δεν κατάληξαν πουθενά. Ήταν φανερό πως οι περισσότεροι επιθυμούσαν να πάνε πρώτα στη Μίνας Τίριθ και να ξεφύγουν, έστω και για λίγο, από τον τρόμο του Εχθρού. Θα ήταν πρόθυμοι ν’ ακολουθήσουν έναν αρχηγό στην απέναντι πλευρά του Ποταμού και να μπουν στη σκιά της Μόρντορ· αλλά ο Φρόντο δεν έλεγε λέξη κι ο Άραγκορν ήταν ακόμα δίγνωμος.

Το δικό του το σχέδιο, όσο ο Γκάνταλφ ήταν μαζί τους, ήταν να πάει με τον Μπορομίρ και με το σπαθί του να βοηθήσει να σωθεί η Γκόντορ. Γιατί πίστευε πως το μήνυμα των ονείρων ήταν πρόσκληση και πως είχε φτάσει πια η ώρα να παρουσιαστεί ο κληρονόμος του Έλεντιλ και να παλέψει με το Σόρον για την κυριαρχία. Αλλά στη Μόρια το φορτίο του Γκάνταλφ είχε πέσει στους ώμους του· κι ήξερε πως τώρα δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το Δαχτυλίδι, αν τελικά ο Φρόντο αρνιόταν να πάει με τον Μπορομίρ. Κι απ’ την άλλη μεριά, τι βοήθεια θα μπορούσε αυτός ή ο οποιοσδήποτε της Ομάδας να δώσει στο Φρόντο, εκτός απ’ το να βαδίσει τυφλά μαζί του μες στη σκοτεινιά;

— Θα πάω στη Μίνας Τίριθ μόνος μου στην ανάγκη, γιατί αυτό είναι το καθήκον μου, είπε ο Μπορομίρ· και μετά απ’ αυτά τα λόγια έμεινε σιωπηλός για λίγο, καθισμένος με τα μάτια καρφωμένα στο Φρόντο, λες και προσπαθούσε να μαντέψει τι σκεφτόταν το Ανθρωπάκι. Τέλος ξαναμίλησε, χαμηλόφωνα, λες και κουβέντιαζε με τον εαυτό του: Αν θέλεις να καταστρέψεις το Δαχτυλίδι, είπε, τότε σε τίποτα δε χρησιμεύουν ο πόλεμος και τα όπλα· κι οι Άνθρωποι της Μίνας Τίριθ δεν μπορούν να βοηθήσουν. Μα αν θέλεις να καταστρέψεις την ένοπλη δύναμη του Μαύρου Άρχοντα, τότε είναι ανόητο να πας χωρίς δύναμη να πέσεις στα χέρια του· κι είναι ανόητο να πετάξεις.

Σταμάτησε απότομα, λες και πήρε είδηση πως έλεγε φωναχτά τις σκέψεις του.

— Θα ήταν ανόητο να πετάξεις στα χαμένα ζωές, θέλω να πω, τελείωσε. Μπορεί να διαλέξεις ή να υπερασπιστείς ένα δυνατό οχυρό ή να πας φανερά στην αγκαλιά του Χάρου. Τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ.

Ο Φρόντο έπιασε κάτι νέο και παράξενο στη ματιά του Μπορομίρ και τον κοίταξε προσεκτικά. Ήταν φανερό πως η σκέψη του Μπορομίρ ήταν διαφορετική από τα τελευταία του λόγια. Θα ήταν ανόητο να πετάξεις: τι; Το Δαχτυλίδι της Δύναμης; Αυτός είχε ξαναπεί κάτι τέτοιο και στο Συμβούλιο, αλλά τότε είχε δεχτεί τη διόρθωση του Έλροντ. Ο Φρόντο έριξε μια ματιά στον Άραγκορν, που ήταν βυθισμένος στις δικές του σκέψεις και δεν έδειχνε πως είχε προσέξει τα λόγια του Μπορομίρ. Κι έτσι τέλειωσε η συζήτηση. Ο Μέρι κι ο Πίπιν είχαν κιόλας αποκοιμηθεί κι ο Σαμ κουτουλούσε. Η νύχτα προχωρούσε.