Είχαν κάνει κάπου δέκα μίλια και το μεσημέρι πλησίαζε, όταν έφτασαν σ’ έναν ψηλό πράσινο τοίχο. Περνώντας μέσα από ένα άνοιγμα, βρέθηκαν ξαφνικά έξω από τα δέντρα. Μπροστά τους απλωνόταν μια μεγάλη πρασιά λαμπερό γρασίδι, κεντημένη με χρυσά έλανορ που άστραφταν στον ήλιο. Η πρασιά γινόταν μια στενή γλώσσα ανάμεσα σε φωτεινά περιθώρια: δεξιά και δυτικά έτρεχε ο Ασημόφλεβος λαμπυρίζοντας· αριστερά κι ανατολικά ο Μεγάλος Ποταμός κυλούσε τα πλατιά νερά του, βαθύς και σκοτεινός. Στις αντίπερα ακτές τα δάση εξακολουθούσαν να προχωρούν νότια ως εκεί που έβλεπε το μάτι, αλλά όλες οι όχθες ήταν άχαρες και γυμνές. Ούτε ένα μάλορν δεν άπλωνε τα χρυσόφυλλα κλαδιά του πέρα απ’ τη Γη του Λόριεν.
Στην όχθη του Ασημόφλεβου, λίγο ψηλότερα απ’ το μέρος που αντάμωναν τα δυο ρεύματα, είχε μια αποβάθρα από άσπρες πέτρες και ξύλα. Στο πλάι της ήταν δεμένες πολλές βάρκες και πλοιάρια. Μερικά ήταν ζωηρά χρωματισμένα κι άστραφταν ασημένια, χρυσαφιά και πράσινα, αλλά τα περισσότερα ήταν ή άσπρα ή γκρίζα. Τρεις μικρές βάρκες είχαν ετοιμαστεί για τους ταξιδιώτες κι εκεί τα Ξωτικά τακτοποίησαν τις αποσκευές τους. Πρόσθεσαν ακόμα κουλούρες σκοινί, τρεις σε κάθε βάρκα. Τα σκοινιά έδειχναν λεπτά αλλά γερά, στο χέρι έμοιαζαν μετάξι, στο χρώμα ήταν γκρίζα σαν ξωτικομανδύες.
— Τι είναι αυτά; ρώτησε ο Σαμ, πιάνοντας ένα που βρισκόταν στην πρασιά.
— Μα τι άλλο, σκοινιά! απάντησε ένα Ξωτικό απ’ τις βάρκες. Ποτέ μην ταξιδέψεις μακριά χωρίς σκοινί! Και μάλιστα σκοινί που να είναι μακρύ, δυνατό κι ελαφρύ, σαν κι αυτά. Και μπορεί να σε βοηθήσουν σε πολλές περιπτώσεις.
— Δε χρειάζεται να μου το πεις! είπε ο Σαμ. Ξεκίνησα δίχως να πάρω κανένα και συνεχώς το νοιαζόμουνα. Αλλ’ απορούσα από τι να ’ναι φτιαγμένα, γιατί ξέρω κάτι λίγο για το φτιάξιμο σκοινιών: το ’χουμε στην οικογένεια, να πεις.
— Είναι φτιαγμένα από hithlain (χίθλαιν), είπε το Ξωτικό, αλλά τώρα δεν έχουμε καιρό να σε μάθω την τέχνη πώς τα φτιάχνουμε. Αν ξέραμε πως σου άρεσε αυτή η τέχνη, θα μπορούσαμε να σου είχαμε μάθει πολλά. Τώρα όμως αλίμονο! εκτός και γυρίσεις εδώ κάποτε, θα πρέπει να μείνεις ικανοποιημένος με το δώρο μας. Μακάρι να σ’ εξυπηρετήσουν καλά!
— Ελάτε! είπε ο Χάλντιρ. Τώρα όλα είναι έτοιμα. Μπείτε στις βάρκες. Αλλά προσέξτε στην αρχή!
— Προσέξτε τα λόγια του! είπαν τ’ άλλα Ξωτικά. Αυτές οι βάρκες είναι ελαφρές, μα είναι και πανούργες. Δε μοιάζουν με τις βάρκες άλλων λαών. Δε βουλιάζουν όπως κι αν τις φορτώσετε· αλλά είναι ανυπάκουες αν τις κακομεταχειριστείτε. Καλό θα είναι να συνηθίσετε να μπαίνετε και να βγαίνετε, εδώ που υπάρχει αποβάθρα, πριν ξεκινήσετε να κατεβαίνετε το ποτάμι.
Η Ομάδα μοιράστηκε έτσι: ο Άραγκορν, ο Φρόντο κι ο Σαμ σε μια βάρκα· ο Μπορομίρ, ο Μέρι και ο Πίπιν στην άλλη· και στην τρίτη ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι, που τώρα είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Στην τελευταία βάρκα έβαλαν και τις περισσότερες αποσκευές. Τις βάρκες τις κινούσαν και τις οδηγούσαν με κοντά κουπιά που στο κάτω μέρος έμοιαζαν με φαρδιά φύλλα. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Άραγκορν τους έκανε μια δοκιμή αντίθετα στο ρεύμα του Ασημόφλεβου. Ο Σαμ κάθισε στην πλώρη, κρατώντας σφιχτά δεξιά κι αριστερά την κουπαστή και κοιτάζοντας με λαχτάρα την ακτή. Το φως του ήλιου άστραφτε στο νερό και τον τύφλωνε στα μάτια. Καθώς ξεπέρασαν την πράσινη πρασιά της Γλώσσας, τα δέντρα κατέβηκαν ως την ακροποταμιά. Εδώ κι εκεί χρυσαφένια φύλλα τινάζονταν κι έπλεαν στο κυματιστό νερό. Η ατμόσφαιρα ήταν λαμπερή κι ακίνητη κι όλα ήταν σιωπηλά εκτός απ’ το μακρινό τραγούδι των κορυδαλλών ψηλά.
Πήραν μια κλειστή στροφή στο ποτάμι κι εκεί, πλέοντας περήφανα προς το μέρος τους, είδαν έναν πολύ μεγάλο κύκνο. Το νερό κυμάτιζε δεξιά κι αριστερά στο άσπρο του στήθος με τον καμπυλωτό λαιμό. Το ράμφος του έλαμπε σαν γυαλισμένο χρυσάφι και τα μάτια του άστραφταν κατάμαυρα στολισμένα με κίτρινα πετράδια· τα θεόρατα άσπρα του φτερά ήταν μισοσηκωμένα. Μια μουσική κατέβαινε το ποτάμι όπως πλησίαζε· και ξαφνικά κατάλαβαν πως ήταν πλοίο, φτιαγμένο και σκαλισμένο με τέχνη ξωτική ώστε να μοιάζει με πουλί. Δυο Ξωτικά ντυμένα στ’ άσπρα το οδηγούσαν με μαύρα κουπιά. Στη μέση του πλοίου καθόταν ο Σέλεμπορν και πίσω του στεκόταν η Γκαλάντριελ, ψηλή κι ολόλευκη· ένα λεπτό στεφάνι από χρυσά λουλούδια στόλιζε τα μαλλιά της και στο χέρι της κρατούσε μια άρπα και τραγουδούσε. Λυπητερός και γλυκός ήταν ο ήχος της φωνής της στη δροσερή καθάρια ατμόσφαιρα: