Выбрать главу
Τραγούδησα για φυλλωσιές και φύλλα φύτρωσαν χρυσά. Τραγούδησα τους άνεμους που κρύβονταν μες στα κλαδιά. Από τον Ήλιο πιο μακριά και τ’ Άστρο της Νυχτιάς, η Θάλασσα αφρίζει Και στην ακτή του Ίλμαριν Δέντρο Χρυσό λυγίζει Στο δειλινό του Έλνταμαρ, στου Τίριον τα τειχιά· Κι όπως διαβαίνουν οι χρονιές απλώνει φύλλα χρυσαφιά. Μα εδώ, σε Τούτη τη Μεριά, κλαίνε τα Ξωτικά πικρά. Ω, Λόριεν! Χειμώνας φτάνει, Μέρες κακές, δέντρα ξερά· Πέφτουν τα φύλλα στο νερό, κυλάει ο Ποταμός. Ω, Λόριεν! Σε Τούτη την Μεριά ζω και πολύς καιρός έχει διαβεί. Μ’ έλανορ έπλεξα χρυσό στεφάνι, μα έχει μαραθεί. Τώρ’ αν καράβια πρέπει εγώ να τραγουδώ ξανά, Ποιο θα με πάει πίσω πάλι γοργοταξίδευτο πάνω σε Θάλασσα πλατιά;

Ο Άραγκορν σταμάτησε τη βάρκα του καθώς το Πλοίο-Κύκνος έφτασε δίπλα τους. Η Αρχόντισσα τελείωσε το τραγούδι της και τους χαιρέτισε.

— Έχουμε έρθει για να σας δώσουμε τον τελευταίο μας αποχαιρετισμό, είπε, και να σας ξεκινήσουμε μ’ ευχές απ’ τον τόπο μας.

— Αν κι ήσασταν φιλοξενούμενοι μας, είπε ο Σέλεμπορν, δεν έχετε φάει μαζί μας, και γι’ αυτό σας προσκαλούμε τώρα σ’ ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα, εδώ ανάμεσα στα νερά που κυλούν και θα σας πάρουν μακριά απ’ το Λόριεν.

Ο Κύκνος προχώρησε αργά στην αποβάθρα κι αυτοί γύρισαν τις βάρκες τους και τον ακολούθησαν. Εκεί. στην τελευταία άκρη του Έγκλαντιλ, κάνω στο πράσινο χορτάρι, στρώθηκε το τραπέζι του αποχαιρετισμού: ο Φρόντο όμως έτρωγε κι έπινε λίγο, προσέχοντας μονάχα την ομορφιά της Κυράς και τη φωνή της. Δε φαινόταν πια επικίνδυνη ή τρομερή, ούτε γεμάτη κρυμμένη δύναμη. Την έβλεπε κιόλας, όπως φαίνονταν στους μεταγενέστερους ανθρώπους τα Ξωτικά μερικές φορές: παρόντα και ταυτόχρονα μακρινά, ένα ζωντανό όραμα εκείνου που είχε κιόλας μείνει έξω απ’ το γοργοκύλιστο ποτάμι του Χρόνου.

Αφού έφαγαν και ήπιαν, καθισμένοι στο χορτάρι, ο Σέλεμπορν τους μίλησε ξανά για το ταξίδι τους και σηκώνοντας το χέρι έδειξε νότια κατά το. δάση πέρ’ από τη Γλώσσα.

— Καθώς θα κατεβαίνετε, είπε, θα δείτε πως τα δέντρα θα σταματήσουν και θα βρεθείτε σε γυμνές περιοχές. Εκεί ο Ποταμός κυλάει μέσ’ από βραχοκοιλάδες όλο βάλτους, ώσπου στο τέλος, μετά από πολλές λεύγες φτάνει στο ψηλό νησί, τη Βραχοκορφή, που εμείς το λέμε Τολ Μπράντιρ. Εκεί ο Ποταμός απλώνει τα χέρια του γύρω απ’ τις απόκρημνες ακτές του νησιού και πέφτει με μεγάλο θόρυβο και ατμό απ’ τους καταρράκτες του Ράουρος κάτω στο Νίνταλφ, το Βαλτόκαμπο όπως λέγεται στη γλώσσα σας. Αυτό είναι ένας ανοιχτός τόπος όλο βάλτους, που το νερό αργοκυλάει και το Ποτάμι γίνεται ελικοειδές και χωρίζεται σε πολλά σημεία. Σ’ εκείνο το μέρος χύνεται ο Έντγουος με πολλά στόματα, που κατεβαίνει απ’ το Δάσος Φάνγκορν στη δύση. Κοντά σ’ αυτό το ποτάμι, απ’ αυτήν εδώ την πλευρά του Μεγάλου Ποταμού, απλώνεται το Ρόαν. Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται οι άχαροι λόφοι του Έμιν Μιούιλ. Ο άνεμος εκεί φυσάει απ’ την Ανατολή, γιατί βλέπουν, πάνω απ’ τους Βάλτους των Νεκρών και την περιοχή Νόμαν, στην Κίριθ Γκόργκορ και στις μαύρες πύλες της Μόρντορ.

» Ο Μπορομίρ κι όποιος πάει μαζί του γυρεύοντας τη Μίνας Τίριθ, θα κάνει καλά ν’ αφήσει το Μεγάλο Ποταμό πιο πριν απ’ τους καταρράκτες του Ράουρος και να περάσει τον Έντγουος πριν φτάσει στους βάλτους. Αλλά δε θα πρέπει ν’ ανεβούν πολύ πλάι σ’ αυτό το ποτάμι, ούτε να διακινδυνεύσουν να μπερδευτούν στο Δάσος του Φάνγκορν. Γιατί είναι παράξενος τόπος και τώρα είναι πολύ λίγο γνωστό. Αλλά, χωρίς αμφιβολία, ο Μπορομίρ κι ο Άραγκορν δε χρειάζονται αυτή την προειδοποίηση.

— Και βέβαια έχουμε ακουστά για το Φάνγκορν στη Μίνας Τίριθ, είπε ο Μπορομίρ. Αλλά ό,τι έχω ακούσει γι’ αυτό μου φαίνεται πως είναι, το πιο πολύ, παραμύθια των γιαγιάδων, απ’ αυτά που λένε στα μικρά παιδιά. Όλα όσα βρίσκονται βόρεια απ’ το Ρόαν είναι τώρα για μας πολύ μακρινά, έτσι που η φαντασία μπορεί ελεύθερα να ταξιδέψει εκεί. Τα πολύ παλιά τα χρόνια το Φάνγκορν έφτανε ως τα σύνορα της χώρας μας· αλλά τώρα, εδώ και πολλές γενιές, δεν το ’χει επισκεφτεί κανείς μας, για να επιβεβαιώσει ή ν’ αποδείξει ψεύτικες τις παραδόσεις που μας έχουν κληρονομηθεί απ’ τα χρόνια τα παλιά.

» Εγώ ο ίδιος έχω πάει αρκετές φορές στο Ρόαν, αλλά ποτέ δεν προχώρησα προς το βοριά. Όταν μ’ έστειλαν αγγελιοφόρο, πήγα από το Άνοιγμα, απ’ τους πρόποδες των Λευκών Βουνών, και πέρασα στο Βοριά, διασχίζοντας τον Ίσεν και τον Γκριζονέρη. Μεγάλο και κοπιαστικό ταξίδι. Το υπολόγισα γύρω στις τετρακόσιες λεύγες και μου πήρε πολλούς μήνες· γιατί έχασα το άλογό μου στο Θάρμπαντ, εκεί που περνούσα κολυμπώντας τον Γκριζονέρη. Μα ύστερα απ’ εκείνο το ταξίδι, κι ύστερα απ’ τα μέρη που πέρασα μ’ αυτή την Ομάδα, δεν αμφιβάλλω σχεδόν καθόλου πως θα βρω δρόμο να διασχίσω το Ρόαν και το Φάνγκορν το ίδιο, αν βρεθώ στην ανάγκη.