Выбрать главу

— Τότε δε χρειάζεται να πω τίποτα περισσότερο, είπε ο Σέλεμπορν. Αλλά μην περιφρονείς τους θρύλους που έρχονται απ’ το παρελθόν· γιατί συχνά τυχαίνει οι γιαγιάδες να διατηρούν με τον προφορικό λόγο πράγματα που κάποτε χρειαζόταν να τα ξέρουν οι σοφοί.

Τώρα η Γκαλάντριελ σηκώθηκε απ’ το γρασίδι και παίρνοντας ένα κύπελλο από μια απ’ τις κοπέλες της συνοδείας της το γέμισε με άσπρο υδρομέλι και το έδωσε στον Σέλεμπορν.

— Ήρθε η ώρα να πιούμε το ποτήρι του αποχαιρετισμού, είπε. Πιες, Άρχοντα των Γκαλάντριμ! Και μην αφήνεις την καρδιά σου να λυπάται, μόλο που η νύχτα θ’ ακολουθήσει το μεσημέρι και το δικό μας δειλινό έχει κιόλας πλησιάσει.

Ύστερα πήγε το κύπελλο στον καθένα χωριστά από την Ομάδα και τους είπε να πιουν και ν’ αποχαιρετίσουν. Αλλά όταν ήπιαν τους είπε να καθίσουν πάλι στο χορτάρι κι έφεραν καρέκλες γι’ αυτήν και το Σέλεμπορν. Οι κοπέλες της ακολουθίας της στάθηκαν σιωπηλές γύρω της και για λίγο έμεινε και κοίταζε τους φιλοξενούμενούς της. Τέλος, μίλησε ξανά.

— Ήπιαμε απ’ το κύπελλο του χωρισμού, είπε, και οι σκιές πέφτουν ανάμεσά μας. Αλλά πριν φύγετε, έχω φέρει στο πλοίο μου δώρα, που ο Άρχοντας και η Κυρά των Γκαλάντριμ σας προσφέρουν τώρα για να θυμάστε το Λοθλόριεν.

Έπειτα τους φώναξε έναν ένα με τη σειρά.

— Να το δώρο του Σέλεμπορν και της Γκαλάντριελ στον αρχηγό της Ομάδας σας, είπε στον Άραγκορν και του έδωσε ένα θηκάρι που ήταν φτιαγμένο για να εφαρμόζει στο σπαθί του.

Ήταν σκαλισμένο με λουλούδια και φύλλα χρυσά και ασημιά κι είχε γραμμένο πάνω του με πολλά πετράδια το όνομα Αντούριλ και τη γενεαλογία του σπαθιού (με ρουνικά των Ξωτικών).

— Η λάμα που θα βγει απ’ αυτό το θηκάρι δε θα λεκιάσει, ούτε θα σπάσει, ακόμα κι αν νικηθεί, είπε. Αλλά μήπως υπάρχει τίποτ’ άλλο που να θέλεις από μένα, τώρα που χωρίζουμε; Γιατί σκοτάδια θα πέσουν ανάμεσά μας κι ίσως να μη συναντηθούμε ξανά, εκτός κι είναι μακριά από εδώ στο δρόμο που δεν έχει γυρισμό.

Κι ο Άραγκορν αποκρίθηκε:

— Αρχόντισσα, ξέρεις όλη μου την επιθυμία και για πολύ καιρό πρόσεχες το μόνο θησαυρό που γυρεύω. Δεν είναι όμως δικός σου για να μου τον δώσεις, ακόμα κι αν ήθελες· και μόνο μέσ’ απ’ τα σκοτάδια θα μπορέσω να τον πλησιάσω.

— Ίσως όμως αυτό να σου ξαλαφρώσει την καρδιά, είπε η Γκαλάντριελ· γιατί μου δόθηκε να το φυλάξω και να σου το δώσω, αν τυχόν περνούσες απ’ αυτόν τον τόπο.

Έπειτα πήρε απ’ την ποδιά της ένα πετράδι καταπράσινο, δεμένο σε καρφίτσα με ασήμι σκαλισμένο σε σχήμα αετού με απλωμένα τα φτερά· κι όπως το σήκωσε ψηλά, το πετράδι άστραψε όπως ο ήλιος ανάμεσα απ’ τις φυλλωσιές την άνοιξη.

— Αυτό το πετράδι το έδωσα στην κόρη μου τη Κελέμπριαν κι εκείνη στη δική της· και τώρα έρχεται σ’ εσένα για να σου δίνει ελπίδα. Κι αυτή την ώρα πάρε το όνομα που έχει προειπωθεί για σένα, Ελέσαρ, Λιθούχε του οίκου του Έλεντιλ!

Τότε ο Άραγκορν πήρε το πετράδι και το καρφίτσωσε στο στήθος του· κι εκείνοι που τον έβλεπαν απόρησαν· γιατί δεν είχαν προηγουμένως προσέξει πόσο ψηλός ήταν με παράστημα βασιλιά· και τους φάνηκε πως πολλά χρόνια μόχθων είχαν πέσει απ’ τους ώμους του.

— Για τα δώρα που μου έδωσε σ’ ευχαριστώ, είπε. Ω, Κυρά του Λόριεν, που από σένα κατάγονται η Κελέμπριαν και η Άργουεν το Άστρο του Δειλινού. Τι μεγαλύτερο έπαινο να σου πω;

Η Αρχόντισσα έσκυψε το κεφάλι και στράφηκε στον Μπορομίρ και του έδωσε μια χρυσή ζώνη. Στο Μέρι και στον Πίπιν έδωσε μικρές ασημένιες ζώνες, που της καθεμιάς το κούμπωμα ήταν σκαλισμένο σαν ένα χρυσό λουλούδι. Στο Λέγκολας έδωσε ένα τόξο σαν κι αυτά που χρησιμοποιούσαν οι Γκαλάντριμ, πιο μακρύ και γερό από τα τόξα του Δάσους της Σκοτεινιάς και η χορδή του ήταν από τρίχες Ξωτικών. Μαζί του είχε και μια φαρέτρα με βέλη.

— Για σένα, μικρέ κηπουρέ, που αγαπάς τα δέντρα, είπε στο Σαμ, έχω ένα μικρό δωράκι μονάχα.

Του έβαλε στο χέρι ένα μικρό σκέτο γκρίζο ξύλινο κουτάκι, χωρίς στολίδια, εκτός από ένα ασημί, ρουνικά πάνω στο καπάκι.

— Είναι το Γ, δηλαδή Γκαλάντριελ, είπε· αλλά επίσης είναι και το πρώτο γράμμα της λέξης κήπος στη γλώσσα σου. Μέσα σ’ αυτό το κουτάκι υπάρχει χώμα απ’ τον κήπο μου μαζί μ’ ό,τι ευλογίες μπορεί η Γκαλάντριελ ακόμα να του δώσει. Δε θα σε προσέχει στο δρόμο, ούτε θα σε φυλάξει από κανένα κίνδυνο· αλλά αν το φυλάξεις και ξαναδείς το σπίτι σου ξανά στο τέλος, τότε ίσως σε ανταμείψει. Ακόμα κι αν τα βρεις όλα γυμνά και κατεστραμμένα, θα υπάρχουν ελάχιστοι κήποι στη Μέση-Γη που θ’ ανθίζουν σαν το δικό σου κήπο, αν πασπαλίσεις αυτό το χώμα εκεί. Τότε μπορεί να θυμάσαι την Γκαλάντριελ και θα βλέπεις κάτι από το μακρινό Λόριεν, που το έχεις δει μόνο το χειμώνα μας. Γιατί η άνοιξή μας και το καλοκαίρι μας έχουν φύγει και η γη δε θα τα ξαναδεί ποτέ πια, εκτός στις αναμνήσεις της.