Ο Σαμ κοκκίνισε ως τ’ αυτιά και μουρμούρισε κάτι που δεν ακούστηκε καθώς έσφιξε το κουτί και υποκλίθηκε όπως όπως.
— Και τι δώρο θα ζητούσε ένας Νάνος απ’ τα Ξωτικά; είπε η Γκαλάντριελ γυρίζοντας στον Γκίμλι.
— Κανένα, Κυρία, απάντησε ο Γκίμλι. Για μένα είναι αρκετό το ότι είδα την Αρχόντισσα των Γκαλάντριμ και το ότι άκουσα τα ευγενικά της λόγια.
— Ακούστε όλα τα Ξωτικά! φώναξε σ’ εκείνα που ήταν γύρω της. Ας μην ξαναπεί ποτέ κανείς πως οι Νάνοι είναι άρπαγες κι αγενείς! Όμως σίγουρα, Γκίμλι, γιε του Γκλόιν, δεν επιθυμείς κάτι που να μπορούσα να σου δώσω; Πες το, σε παρακαλώ! Να μην είσαι ο μοναδικός φιλοξενούμενος χωρίς δώρο.
— Δεν υπάρχει τίποτα, Αρχόντισσα Γκαλάντριελ, είπε ο Γκίμλι, κάνοντας βαθιά υπόκλιση και κομπιάζοντας. Τίποτα, εκτός αν θα μπορούσε — εκτός αν επιτρέπεται να ζητήσω, όχι, να πω μια μοναδική τρίχα από τα μαλλιά σου, που το χρυσάφι τους ξεπερνά το χρυσάφι της γης, όπως τ’ αστέρια ξεπερνούν τα πολύτιμα πετράδια των ορυχείων. Δε ζητώ τέτοιο δώρο. Αλλά με παρακάλεσες να πω την επιθυμία μου.
Τα Ξωτικά ταράχτηκαν κι άρχισαν να μουρμουρίζουν μ’ έκπληξη κι ο Σέλεμπορν κοίταξε το Νάνο με απορία, αλλά η Κυρά χαμογέλασε.
— Λένε πως η τέχνη των Νάνων κρύβεται στα χέρια κι όχι στη γλώσσα τους, είπε· αλλά αυτό δεν αληθεύει για τον Γκίμλι. Γιατί ποτέ κανείς δε μου έχει κάνει μια τόσο τολμηρή, μα και τόσο ευγενική παράκληση. Και πώς μπορώ ν’ αρνηθώ αφού εγώ απαίτησα να μου μιλήσει; Αλλά πες μου, τι θα το κάνεις αυτό το δώρο;
— Θα το φυλάξω σαν θησαυρό, Κυρία, απάντησε, για να θυμάμαι τα λόγια που μου είπες στην πρώτη μας συνάντηση. Και, αν ποτέ επιστρέψω στα εργαστήρια της πατρίδας μου, θα την κλείσω σε άφθαρτο κρύσταλλο και θα γίνει κειμήλιο του σπιτιού μου και μαρτυρία της καλής θέλησης ανάμεσα στο Βουνό και στο Δάσος ως τη συντέλεια του κόσμου.
Τότε η Κυρά ξέπλεξε μια απ’ τις μακριές πλεξούδες της κι έκοψε τρεις χρυσές τρίχες και τις έβαλε στο χέρι του Γκίμλι.
— Αυτά τα λόγια θα πάνε μαζί με το δώρο, είπε. Δεν προλέγω, γιατί όλες οι προγνώσεις τώρα είναι μάταιες: από τη μια μεριά απλώνεται το σκοτάδι και από την άλλη μόνο ελπίδα. Αλλά αν η ελπίδα δε χάσει, τότε σου λέω, Γκίμλι, γιε του Γκλόιν, ότι τα χέρια σου θα πλημμυρίσουν χρυσάφι, όμως το χρυσάφι δε θα έχει καμιά εξουσία πάνω σου.
» Κι εσύ, Δαχτυλιδοκουβαλητή, είπε, γυρίζοντας στο Φρόντο. Έρχομαι σ’ εσένα τελευταία, αν και δεν είσαι τελευταίος στις σκέψεις μου. Για σένα έχω ετοιμάσει αυτό.
Σήκωσε ψηλά ένα μικρό κρυστάλλινο μπουκαλάκι: γυάλιζε καθώς το κουνούσε και ακτίνες από λευκό φως έβγαιναν απ’ τα χέρια της.
— Σ’ αυτό το μπουκαλάκι, είπε, είναι κλεισμένο το φως του αστεριού του Εαρέντιλ, βαλμένο μέσα σε νερό απ’ την πηγή μου. Θα λάμπει ακόμα πιο ζωηρά όταν η νύχτα βρίσκεται γύρω σου. Εύχομαι να σε φωτίζει σε μέρη σκοτεινά, όταν όλα τ’ άλλα φώτα σβήσουν. Να θυμάσαι την Γκαλάντριελ και τον Καθρέφτη της!
Ο Φρόντο πήρε το μπουκαλάκι και για μια στιγμή έλαμψε ανάμεσά τους και την είδε πάλι να στέκεται σαν βασίλισσα, μεγαλόπρεπη και πεντάμορφη, αλλά όχι πια τρομερή. Υποκλίθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να βρει λόγια να πει.
Τώρα η Κυρά σηκώθηκε κι ο Σέλεμπορν τους οδήγησε πίσω στην αποβάθρα. Χρυσό μεσημέρι αγκάλιαζε την πράσινη γη της Γλώσσας και το νερό γυάλιζε ασημένιο. Όλα επιτέλους ήταν έτοιμα. Η Ομάδα πήραν τις θέσεις τους στις βάρκες, όπως προηγουμένως. Φωνάζοντας αντίο, τα Ξωτικά του Λόριεν, τους έσπρωξαν με μακριά γκρίζα κοντάρια και μπήκαν στο ρεύμα του ποταμού και τα κυματιστά νερά τούς πήραν σιγά σιγά μακριά. Οι ταξιδιώτες κάθονταν δίχως να κουνιούνται ή να μιλούν. Στην πράσινη όχθη, στην άκρη άκρη της Γλώσσας, στεκόταν ολομόναχη και σιωπηλή η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ. Καθώς την πέρασαν γύρισαν και με τα μάτια την παρακολουθούσαν να πλέει και ν’ απομακρύνεται από κοντά τους. Γιατί έτσι τους φαινόταν: ότι το Λόριεν γλιστρούσε πίσω, σαν ένα ζωηρόχρωμο καράβι με δέντρα μαγικά για κατάρτια, που έπλεε για ξεχασμένες ακτές, ενώ αυτοί κάθονταν ανήμποροι στο περιθώριο ενός γκρίζου και γυμνού κόσμου.
Κοίταζαν ακόμα, όταν ο Ασημόφλεβος χύθηκε στα ρεύματα του Μεγάλου Ποταμού και οι βάρκες τους έστριψαν και πήραν το δρόμο κατά το νοτιά. Σε λίγο, η άσπρη σιλουέτα της Κυράς μίκρυνε κι έγινε μακρινή. Έλαμπε σαν γυάλινο παράθυρο σε μακρινό λόφο, που πάνω του πέφτει ο ήλιος δύοντας, ή σαν λίμνη μακρινή όπως φαίνεται πάνω απ’ το βουνό: ένα κομμάτι κρύσταλλο πεσμένο στην ποδιά της γης. Και τότε φάνηκε στο Φρόντο πως σήκωσε τα χέρια της ψηλά σε τελευταίο αποχαιρετισμό και απόμακρα, αλλά διαπεραστικά καθαρά, στον άνεμο που τους ακολουθούσε, έφτασε η φωνή της που τραγουδούσε. Τώρα όμως τραγουδούσε στην αρχαία γλώσσα των Ξωτικών πέρα απ’ τη Θάλασσα κι αυτός δεν καταλάβαινε τα λόγια: η μελωδία ήταν ωραία, αλλά δεν τον παρηγορούσε.