Όμως, σύμφωνα με την ιδιότητα που έχουν οι ξωτικές λέξεις, έμειναν χαραγμένες στη μνήμη του και πολύ αργότερα τις μετάφρασε όσο πιο καλά μπορούσε: η γλώσσα ήταν αυτή που χρησιμοποιούν τα Ξωτικά σαν τραγουδούν κι έλεγε για πράγματα πολύ λίγο γνωστά στη Μέση-Γη.
«Αχ! σαν χρυσάφι πέφτουν τα φύλλα στον αγέρα, χρόνια αμέτρητα σαν τα κλαδιά των δέντρων! Τα χρόνια έχουν περάσει σαν γρήγορες γουλιές από γλυκό υδρομέλι στα ψηλά παλάτια πέρα από τη Δύση, κάτω απ’ τους γαλάζιους θόλους της Βάρντα όπου τ’ αστέρια τρεμοπαίζουν στο τραγούδι της φωνής της, ιερής και βασιλικής. Ποιος θα ξαναγεμίσει τώρα το κύπελλο για μένα; Γιατί τώρα η Ανάφτρα, η Βάρντα, η Βασίλισσα των Αστεριών. απ’ το Ολόλευκο Βουνό έχει σηκώσει ψηλά τα χέρια της σαν σύννεφα κι όλα τα μονοπάτια πνίγηκαν βαθιά στη σκιά· κι από μια γκρίζα χώρα ίσκιος απλώνεται στ’ αφρισμένα κύματα ανάμεσά μας και ομίχλη σκεπάζει τα στολίδια της Καλάσιρια για πάντα. Τώρα χαμένη, χαμένη γι’ αυτούς στην Ανατολή είναι η Βάλιμαρ! Έχε γεια! Ίσως εσύ θα βρεις τη Βάλιμαρ. Ίσως ακόμα κι εσύ θα τη βρεις. Έχε γεια!»
Βάρντα είναι το όνομα εκείνης της Αρχόντισσας που τα Ξωτικά σ’ αυτούς τους τόπους της εξορίας ονομάζουν Έλμπερεθ.
Απότομα ο Ποταμός έστριψε και οι όχθες ψήλωσαν κι απ’ τις δυο μεριές, και το φως του Λόριεν κρύφτηκε. Τον όμορφο εκείνο τόπο ο Φρόντο δεν τον ξαναείδε πια.
Οι ταξιδιώτες τώρα αφοσιώθηκαν στο ταξίδι· ο ήλιος βρισκόταν μπροστά τους και τους θάμπωνε τα μάτια, γιατί όλων τους τα μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα. Ο Γκίμλι έκλαιγε φανερά.
— Είδα για τελευταία φορά αυτό που ήταν το πιο ωραίο απ’ όλα, είπε στο Λέγκολας το σύντροφό του. Από δω και πέρα δε θα πω τίποτα πως είναι όμορφο, εκτός από το δώρο της. Ακούμπησε το χέρι του στο στήθος.
» Πες μου, Λέγκολας, γιατί νά ’ρθω σ’ αυτή την Αποστολή: Πολύ λίγο ήξερα πού βρισκόταν ο κυριότερος κίνδυνος! Αληθινά μίλησε ο Έλροντ όταν είπε πως δεν μπορούσαμε να πούμε εκ των προτέρων τι θα συναντούσαμε στο δρόμο. Το βασανιστήριο του σκοταδιού ήταν ο κίνδυνος που φοβόμουν κι όμως δε μ’ έκανε να γυρίσω πίσω. Αλλά δε θα είχα έρθει, αν ήξερα τι κινδύνους κρύβουν το φως κι η χαρά. Τώρα, μ’ αυτόν το χωρισμό, δέχτηκα τη χειρότερη λαβωματιά, ακόμα κι αν αυτή τη νύχτα πέσω ίσια στα χέρια του Μαύρου Άρχοντα. Αλίμονο για τον Γκίμλι, το γιο του Γκλόιν!
— Όχι, είπε ο Λέγκολας. Αλίμονο για όλους μας! Και για όλους που ζουν στον κόσμο αυτές τις μέρες της παρακμής. Γιατί έτσι γίνεται: βρίσκουμε και χάνουμε, σαν τους ταξιδευτές που η βάρκα τους φεύγει στο νερό που κυλάει. Μα εγώ σε λογίζω ευλογημένο, Γκίμλι, γιε του Γκλόιν: γιατί υποφέρεις γι’ αυτό που έχασες με τη δική σου θέληση, αν και θα μπορούσες να είχες διαλέξει διαφορετικά. Αλλά δεν εγκατέλειψες τους συντρόφους σου και η πιο ελάχιστη αμοιβή που θα έχεις είναι πως η θύμηση της Λοθλόριεν θα μείνει για πάντα ακηλίδωτη στην καρδιά σου και ούτε θα ξεθωριάσει, ούτε θα χάσει τη φρεσκάδα της.
— Ίσως, είπε ο Γκίμλι· και σ’ ευχαριστώ για τα λόγια σου. Είναι, σίγουρα, αληθινά· αλλά όλες αυτές οι παρηγοριές είναι τίποτα. Η καρδιά μου δεν ποθεί αναμνήσεις. Αυτές είναι καθρέφτης μονάχα κι ας είναι καθαρός παν την Κέλεντ-ζάραμ. Ή έτσι τουλάχιστο λέει η καρδιά του Γκίμλι του Νάνου. Τα Ξωτικά μπορεί να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Έχω ακούσει μάλιστα πως γι’ αυτά οι αναμνήσεις μοιάζουν περισσότερο με τον κόσμο που βλέπουμε σαν είμαστε ξυπνητοί παρά με τον κόσμο των ονείρων. Αλλά δε συμβαίνει το ίδιο και για τους Νάνους.
» Μα ας μη μιλάμε άλλο γι’ αυτά. Έχε το νου σου στη βάρκα! Είναι πολύ χαμηλωμένη στο νερό μ’ όλες αυτές τις αποσκευές κι ο Μεγάλος Ποταμός είναι γρήγορος. Δεν έχω καμιά επιθυμία να πνίξω τη λύπη μου σε κρύο νερό. Πήρε ένα κουπί και κωπηλάτησε κατά τη δυτική όχθη, ακολουθώντας τη βάρκα του Άραγκορν μπροστά, που είχε κιόλας φύγει απ’ τη μέση του νερού.
Έτσι η Ομάδα συνέχισε το μακρύ της δρόμο, κατεβαίνοντας τα πλατιά βιαστικά νερά, που τους έφερναν ασταμάτητα στο νοτιά. Γυμνά δάση παραμόνευαν και στις δυο όχθες και δεν μπορούσαν να δουν καθόλου τις περιοχές πίσω τους. Η αύρα έπεσε κι ο Ποταμός κυλούσε αθόρυβος. Ούτε φωνή πουλιού δεν έσπαζε τη σιωπή. Ο ήλιος ομίχλιαζε καθώς γερνούσε η μέρα, ώσπου θάμπωσε στο χλωμό ουρανό ψηλά σαν άσπρο μαργαριτάρι. Ύστερα έσβησε στη Δύση και γρήγορα ήρθε το λυκόφως, που το ακολούθησε μια γκρίζα νύχτα δίχως άστρα. Συνέχισαν να προχωρούν τις σκοτεινές ήσυχες ώρες, οδηγώντας τις βάρκες τους κάτω απ’ τις σκιές του δάσους στη δυτική όχθη. Προσπερνούσαν μεγάλα δέντρα σαν φαντάσματα, που άπλωναν μες στην ομίχλη τις βασανισμένες και διψασμένες τους ρίζες ως κάτω στο νερό. Όλα ήταν θλιβερά κι έκανε κρύο. Ο Φρόντο καθόταν κι άκουγε το σιγανό φλοίσβισμα και γουργούρισμα του Ποταμού, που τριβόταν πάνω στις ρίζες των δέντρων και πάνω σε διάφορα σπασμένα κλαδιά κοντά στην όχθη, ώσπου το κεφάλι του έγειρε μπροστά και βυθίστηκε σ’ έναν ανήσυχο ύπνο.