Выбрать главу

Κεφάλαιο IX

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ

Το Φρόντο τον ξύπνησε ο Σαμ. Είδε πως ήταν ξαπλωμένος και καλά τυλιγμένος κάτω από κάτι ψηλά δέντρα με γκρίζα φλούδα, σε μια ήσυχη γωνιά στα δάση στη δυτική όχθη του Μεγάλου Ποταμού Άντουιν. Είχε κοιμηθεί μονορούφι όλη τη νύχτα και τώρα το γκρίζο πρωινό θαμπόφεγγε ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά. Ο Γκίμλι εκεί δίπλα έφτιαχνε μια μικρή φωτιά.

Ξεκίνησαν πάλι πριν ξημερώσει για καλά. Όχι πως οι περισσότεροι της Ομάδας βιάζονταν να πάνε στο νοτιά: ίσα ίσα που ήταν ικανοποιημένοι γιατί η απόφαση, που θα έπρεπε να πάρουν το αργότερο σα θα έφταναν στο Ράουρος και στο Νησί Βραχοκορφή, βρισκόταν ακόμα μερικές μέρες μακριά τους· κι άφηναν τον Ποταμό να τους πηγαίνει όπως ήθελε και δεν είχαν καμιά διάθεση να βιαστούν να συναντήσουν τους κινδύνους που βρίσκονταν πιο κάτω, οποιαδήποτε πορεία κι αν ακολουθούσαν στο τέλος. Ο Άραγκορν τους άφηνε ν’ αργοταξιδεύουν με το ρεύμα του Ποταμού όπως ήθελαν, παίρνοντας δυνάμεις για την κούραση που θα είχαν αργότερα, Επέμενε όμως πως τουλάχιστον έπρεπε να ξεκινάνε νωρίς κάθε μέρα και να μη σταματούν ως αργά το βράδυ. Γιατί μέσα του ένιωθε πως ο καιρός περνούσε και φοβόταν ότι ο Μαύρος Άρχοντας δεν είχε μείνει με σταυρωμένα χέρια τον καιρό που αυτοί καθυστερούσαν στο Λόριεν.

Παρ’ όλ’ αυτά όμως δεν είδαν κανένα σημάδι εχθρικό τη μέρα εκείνη, ούτε και την επόμενη. Οι μονότονες γκρίζες ώρες πέρασαν χωρίς να συμβεί τίποτα. Την τρίτη μέρα του ταξιδιού τους το τοπίο άλλαξε σιγά σιγά: τα δέντρα αραίωσαν κι ύστερα χάθηκαν τελείως. Στην ανατολική όχθη αριστερά είδαν μακρουλές ασχημάτιστες πλαγιές να σηκώνονται στον ουρανό ψηλά· έδειχναν καφετιές και ξεραμένες, λες και τις είχε περάσει φωτιά, που δεν άφησε ούτε ένα ζωντανό πράσινο χορταράκι: μια ερημιά εχθρική με δίχως ούτε ένα σπασμένο δέντρο, ούτε ένα τολμηρό βράχο να σπάει το άδειο τοπίο. Είχαν φτάσει στα Καστανά Χώματα, που απλώνονταν ατέλειωτα κι έρημα, ανάμεσα στο νότιο μέρος του Δάσους της Σκοτεινιάς και στους λόφους του Έμιλ Μιούιλ. Τι επιδημία, ή πόλεμος, ή κακόβουλο έργο του Εχθρού είχε αφανίσει έτσι όλη εκείνη την περιοχή, ούτε κι ο Άραγκορν ακόμα δεν ήξερε να πει.

Στη δύση δεξιά τους η περιοχή ήταν κι αυτή άδεντρη, αλλά ήταν επίπεδη και σε πολλά σημεία πράσινη με πλατιές πεδιάδες όλο χορτάρι. Απ’ αυτήν την πλευρά του Ποταμού πέρασαν δάση μεγάλες καλαμιές, τόσο ψηλές που έκλειναν όλη τη θέα προς τη δύση, όπως οι μικρές βάρκες ταξίδευαν πλάι στις κυματιστές τους άκρες. Τα μαύρα τους ξερά λοφία λύγιζαν και τινάζονταν στο κρύο αγέρι και σουσούριζαν μαλακά και λυπημένα. Εδώ κι εκεί, μέσα από ανοίγματα, ο Φρόντο έβλεπε στα γρήγορα απλωτά λιβάδια και πίσω τους μακριά λόφους στο ηλιοβασίλεμα και, πολύ πέρα, εκεί που μόλις έφτανε το μάτι, μια σκοτεινή γραμμή που ήταν οι πιο νότιες άκρες των Ομιχλιασμένων Βουνών.

Δεν υπήρχε σημάδι ή κίνηση από ζώα, εκτός από πουλιά. Απ’ αυτά είχε πολλά: μικρά υδρόβια πουλιά που σφύριζαν και πίπιζαν στις καλαμιές, αλλά σπάνια φαίνονταν, Μια δυο φορές οι ταξιδιώτες άκουσαν το θόρυβο από φτερούγες κύκνων και κοιτάζοντας ψηλά είδαν μια μεγάλη φάλαγγα να σκίζει τον ουρανό.

— Κύκνοι! είπε ο Σαμ. Κι είναι και πολύ μεγάλοι!

— Ναι, είπε ο Άραγκορν, κι είναι μαύροι κύκνοι.

— Πόσο απέραντη κι άδεια και πένθιμη δείχνει όλη αυτή η περιοχή! είπε ο Φρόντο. Πάντα φανταζόμουν πως όσο κανείς ταξιδεύει νότια, τόσο πιο ζεστά και χαρούμενα γίνονται όλα, ώσπου ν’ αφήσεις πίσω το χειμώνα τελείως.

— Ναι, αλλά δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει πολύ νότια, απάντησε ο Άραγκορν. Ακόμα είναι χειμώνας και βρισκόμαστε μακριά απ’ τη θάλασσα. Εδώ ο τόπος είναι κρύος ώσπου να φανεί απότομα η άνοιξη κι ίσως να ξαναχιονίσει ακόμα. Μακριά κάτω στον Κόλπο του Μπέλφαλας, που χύνεται ο Άντουιν, είναι ζεστά και χαρούμενα, ίσως, ή θα έπρεπε να ’ταν αν δεν υπήρχε ο Εχθρός. Αλλά εδώ δεν είμαστε παραπάνω από εξήντα λεύγες, υποθέτω, πιο νότια απ’ τη Νότια Μοίρα του Σάιρ, που βρίσκεται εκατοντάδες μίλια μακριά από δω. Νοτιοδυτικά τώρα βλέπεις τις βορινές πεδιάδες του Ρίντερμαρκ του Ρόαν, της χώρας των Αλογο-αφεντάδων. Σε λίγο θα φτάσουμε στις εκβολές του Λίμλαϊτ που κατεβαίνει απ’ το Φάνγκορν και χύνεται στο Μεγάλο Ποταμό. Αποτελεί το βορινό σύνορο του Ρόαν· και παλιά όλα όσα βρίσκονταν ανάμεσα στο Λίμλαϊτ και στα Λευκά Βουνά ανήκε στους Ροχίριμ. Είναι γη πλούσια κι όμορφη και το χορτάρι της δεν έχει όμοιό του· αλλά σ’ αυτές τις πονηρές μέρες κανείς δεν κατοικεί κοντά στον Ποταμό, ούτε έρχεται συχνά στις όχθες του. Ο Άντουιν είναι πλατύς, όμως οι Ορκ μπορούν και σαϊτεύουν πολύ μακριά πάνω στο νερό· και κόρα τελευταία, λένε, έχουν τολμήσει να περάσουν το νερό και κάνουν επιθέσεις στα κοπάδια και στους στάβλους του Ρόαν.