Выбрать главу

Ο Σαμ κοίταξε ανήσυχα απ’ όχθη σ’ όχθη. Τα δέντρα τού είχαν φανεί εχθρικά πριν, λες κι έκρυβαν μάτια κρυφά και κινδύνους που ενέδρευαν· τώρα ευχόταν να ήταν ακόμα εκεί τα δέντρα. Ένιωθε πως η Ομάδα ήταν πολύ ακάλυπτη, πλέοντας σε μικρές ξεσκέπαστες βαρκούλες, σε περιοχές δίχως κρυψώνες και πάνω σ’ ένα ποτάμι που ήταν το σύνορο του πολέμου.

Τις επόμενες δυο μέρες, ενώ συνέχιζαν να προχωρούν συνέχεια και σταθερά για το νοτιά, το αίσθημα της ανασφάλειας απλώθηκε σ’ όλη την Ομάδα. Για μια ολόκληρη μέρα δούλεψαν στα κουπιά, ταξιδεύοντας βιαστικά. Οι όχθες έφευγαν πίσω τους. Γρήγορα ο Ποταμός πλάτυνε κι έγινε πιο ρηχός· στ’ ανατολικά έβλεπαν μακριές παραλίες όλο πέτρες και μες στο νερό παρουσιάστηκαν μικροσκόπελοι, που δημιούργησαν την ανάγκη να οδηγούν τις βάρκες τους με προσοχή. Τα Καστανά Χώματα έγιναν θλιβεροί ξερότοποι, που τους φυσούσε ένας παγωμένος αέρας απ’ την Ανατολή. Από την άλλη πλευρά τα λιβάδια είχαν γίνει κυματιστοί λόφοι με ξερά χόρια που υψώνονταν ανάμεσα από βαλτονέρια και βαλτόχορτα. Ο Φρόντο ανατρίχιασε και θυμήθηκε τις πρασιές και τα σιντριβάνια, το λαμπερό ήλιο και τις μαλακές βροχές του Λοθλόριεν. Λίγες ήταν οι κουβέντες και δίχως γέλιο στις βάρκες. Ο καθένας απ’ την Ομάδα ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του.

Η καρδιά του Λέγκολας έτρεχε στην αστροφεγγιά μιας καλοκαιριάτικης νύχτας σε κάποιο ξέφωτο του δάσους ανάμεσα στις οξιές· ο Γκίμλι με τη φαντασία του δούλευε ένα κομμάτι χρυσάφι κι αναρωτιόταν αν θα ήταν κατάλληλη θήκη για το δώρο της Κυράς. Ο Μέρι κι ο Πίπιν στη μεσιανή βάρκα δεν ένιωθαν καθόλου άνετα, γιατί ο Μπορομίρ καθόταν και μουρμούριζε μοναχός του και μερικές φορές μασούσε τα νύχια του, λες και τον έτρωγε κάποια ανησυχία ή αμφιβολία κι άλλοτε άρπαζε τα. κουπιά κι έφερνε τη βάρκα κοντά πίσω απ’ τη βάρκα του Άραγκορν. Τότε ο Πίπιν, που καθόταν στην πλώρη κι έβλεπε πίσω, τσάκωσε μια παράξενη λάμψη στα μάτια του, καθώς τα τέντωνε μπροστά και κοίταζε το Φρόντο. Ο Σαμ εδώ κι αρκετές μέρες είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως, αν κι οι βάρκες δεν ήταν ίσως τόσο επικίνδυνες όσο είχε μάθει να πιστεύει από μικρός, ήταν όμως πολύ πιο άβολες κι απ’ όσα ακόμα είχε φανταστεί. Ήταν πιασμένος ολόκληρος και αξιοθρήνητος και δεν είχε να κάνει τίποτα εκτός απ’ το να κοιτάζει το χειμωνιάτικο τοπίο να φεύγει αργά αργά και το γκρίζο νερό κι απ’ τις δυο μεριές. Γιατί, ακόμα κι όταν δούλευαν τα κουπιά, του Σαμ δεν του εμπιστεύονταν ούτ’ ένα.

Την τέταρτη μέρα, καθώς έπεφτε το λυκόφως, κοίταζε πίσω πάνω απ’ τα σκυμμένα κεφάλια του Φρόντο και του Άραγκορν και απ’ τις βάρκες που ακολουθούσαν· ήταν νυσταγμένος κι επιθυμούσε να κατασκηνώσουν και να νιώσει τη γη κάτω από τα δάχτυλα των ποδιών του. Ξαφνικά το μάτι του έπιασε κάτι: στην αρχή κοιτούσε αδιάφορα κι ύστερα ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια του· αλλά όταν κοίταξε ξανά δεν μπόρεσε να το δει πια.

Εκείνη τη νύχτα κατασκήνωσαν σ’ ένα μικρό νησάκι του Ποταμού κοντά στη δυτική όχθη. Ο Σαμ κουκουλώθηκε στις κουβέρτες και ξάπλωσε πλάι στο Φρόντο.

— Είδα ένα παράξενο όνειρο καμιά δυο ώρες πριν σταματήσουμε, κύριε Φρόντο, είπε. Ή μπορεί και να μην ήταν όνειρο. Αλλά ήταν αστείο, όπως και να το πάρεις.

— Λοιπόν, τι ήταν; είπε ο Φρόντο, που ήξερε ότι ο Σαμ δε θα ησύχαζε αν δεν έλεγε αυτό που ήθελε να πει, ό,τι κι αν ήταν. Εγώ ούτε είδα, ούτε σκέφτηκα τίποτα που να με κάνει έστω να χαμογελάσω από τότε που αφήσαμε το Λοθλόριεν.

— Δεν ήταν αστείο για γέλια, κύριε Φρόντο. Ήταν αλλόκοτα αστείο. Αφύσικο, αν δεν ήταν όνειρο. Και καλά θα κάνεις να τ’ ακούσεις. Να, είδα ένα κούτσουρο με μάτια!

— Σύμφωνοι για το κούτσουρο, είπε ο Φρόντο. Ο Ποταμός είναι γεμάτος από κούτσουρα. Τα μάτια όμως ξέχασέ τα!