— Μα αυτό είναι που δε γίνεται, είπε ο Σαμ. Κι εδώ που τα λέμε, τα μάτια ήταν που μ’ έκαναν και πετάχτηκα. Είδα κάτι που το πήρα για κούτσουρο που έπλεε στο μισόφωτο πίσω απ’ τη βάρκα του Γκίμλι· μα δεν του ’δωσα μεγάλη προσοχή. Ύστερα μου φάνηκε πως το κούτσουρο μας ζύγωνε λίγο λίγο. Κι αυτό ήταν, να πεις, περίεργο, αφού όλοι ταξιδεύαμε στο ρεύμα μαζί. Τότε ακριβώς ήταν που είδα τα μάτια: δυο χλωμά σημάδια, που κάπως γυάλιζαν, πάνω σε μια καμπούρα στο μπροστινό μέρος του κούτσουρου. Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα ήταν πως δεν ήταν κούτσουρο γιατί είχε πόδια-κουπιά, σχεδόν σαν του κύκνου, μόνο που φαίνονταν μεγαλύτερα και μπαινόβγαιναν στο νερό.
» Τότε ήταν που πετάχτηκα κι έτριψα τα μάτια μου, έτοιμος να μπήξω τις φωνές, αν το ’βλεπα ακόμα εκεί, σα θα ’χα διώξει τη νύστα με το τρίψιμο. Γιατί, ό,τι κι αν ήταν, ερχόταν τώρα γρήγορα και πλησίαζε τον Γκίμλι από πίσω. Αλλά τώρα, αν εκείνες οι δυο λάμπες με είδαν που κουνήθηκα και γούρλωσα τα μάτια μου, ή αν ξύπνησα, δεν ξέρω, Όταν κοίταξα πάλι, δεν το ’δα εκεί. Νομίζω όμως πως κάτι τσάκωσα με την άκρη του ματιού μου, που λέμε, κάτι μαυριδερό να ορμάει με φόρα στη σκιά της όχθης. Αν και δεν μπορούσα να δω μάτια πια.
» Και είπα στον εαυτό μου: «Πάλι ονειρεύεσαι, Σαμ Γκάμγκη». Και δεν είπα τίποτ’ άλλο εκείνη την ώρα. Αλλά το σκέφτομαι συνέχεια και τώρα δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Εσύ τι λες, κύριε Φρόντο;
— Θα ’λεγα πως δεν είναι τίποτα παρά ένα κούτσουρο στο σκοτάδι και τα νυσταγμένα σου τα μάτια, Σαμ, είπε ο Φρόντο, αν αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος έβλεπε αυτά τα μάτια. Αλλά δεν είναι. Τα είδα κι εγώ μακριά, πριν φτάσουμε στο Λόριεν. Κι είδα ένα παράξενο πλάσμα με μάτια να σκαρφαλώνει στο φλετ εκείνη τη νύχτα. Το είδε κι ο Χάλντιρ. Και θυμάσαι τι είπαν τα Ξωτικά που είχαν καταδιώξει τους Ορκ;
— Αχά! είπε ο Σαμ, και βέβαια θυμάμαι· και θυμάμαι κι άλλα ακόμα. Δε μ’ αρέσουν καθόλου αυτά που σκέφτομαι· αλλά με το ’να και με τ’ άλλο και με τις ιστορίες του κυρίου Μπίλμπο κι όλα, νομίζω πως μπορώ να δώσω όνομα στο πλάσμα αυτό χωρίς πολλή σκέψη· απαίσιο όνομα. Γκόλουμ, ίσως;
— Ναι, κι αυτό είναι που φοβάμαι εδώ κι αρκετό καιρό τώρα, είπε ο Φρόντο. Ύστερα απ’ τη νύχτα στο φλετ. Φαντάζομαι θα παραφύλαγε στη Μόρια κι εκεί μας πήρε από πίσω· αλλά έλπιζα πως ο καιρός που μείναμε στο Λόριεν θα το ’κανε να ξαναχάσει τα ίχνη μας. Το άθλιο το πλάσμα θα πρέπει να κρυβόταν στα δάση κοντά στον Ασημόφλεβο και να παρακολουθούσε πότε θα ξεκινούσαμε.
— Κάπως έτσι θα ’ναι, είπε ο Σαμ. Και καλά θα κάνουμε να προσέχουμε λίγο παραπάνω, μην τυχόν και νιώσουμε τίποτα απαίσια δάχτυλα γύρω στο λαιμό μας καμιά απ’ αυτές τις νύχτες, αν προλάβουμε, βέβαια, και ξυπνήσουμε για να νιώσουμε τίποτα. Κι αυτό ήθελα να πω. Δε χρειάζεται ν’ ανησυχήσουμε το Γοργοπόδαρο ή τους άλλους απόψε. Θα φυλάξω εγώ. Μπορώ να κοιμηθώ αύριο, αφού, εδώ που τα λέμε, δεν είμαι παρά αποσκευή μες στη βάρκα.
— Τα λέμε, είπε ο Φρόντο, και θα μπορούσα ακόμα να πω, «αποσκευή με μάτια». Φύλαξε φρουρός· αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς πως θα με ξυπνήσεις στα μισά της νύχτας, αν τίποτα δε συμβεί ως τότε.
Στις νεκρές ώρες ο Φρόντο βγήκε από ένα βαθύ και σκοτεινό ύπνο και βρήκε το Σαμ να τον σκουντάει.
— Ντροπή είναι που σε ξυπνάω, ψιθύρισε ο Σαμ, αλλά έτσι μου είπες. Δεν έχω τίποτα ν’ αναφέρω, ή μάλλον τίποτα σπουδαίο. Μου φάνηκε πως άκουσα κάτι να σιγοπλατσουρίζει και να μυρίζεται, λίγο πριν· αλλά τέτοιους παράξενους θόρυβους ακούς πολλούς τη νύχτα πλάι σε οποιοδήποτε ποτάμι.
Ξάπλωσε, κι ο Φρόντο ανακάθισε, κουκουλώθηκε με τις κουβέρτες του και βάλθηκε να πολεμά να μην κοιμηθεί. Λεπτά ή ώρες πέρασαν αργά και τίποτα δεν έγινε. Την ώρα που ο Φρόντο ετοιμαζόταν να υποχωρήσει στον πειρασμό και να ξαπλώσει πάλι, μια μαύρη σιλουέτα, που μόλις διακρινόταν, πλησίασε κολυμπώντας μια απ’ τις δεμένες βάρκες. Ένα μακρύ ασπριδερό χέρι φάνηκε αμυδρά ν’ απλώνεται και ν’ αρπάζει την κουπαστή· δυο χλωμά μάτια σαν λάμπες άναψαν παγωμένα, έριξαν μια ματιά μέσα κι ύστερα σηκώθηκαν και κοίταξαν το Φρόντο στο νησάκι. Η απόσταση δεν ήταν παραπάνω από μια δυο γυάρδες κι ο Φρόντο άκουσε το χαμηλό σφύριγμα μιας εισπνοής. Σηκώθηκε όρθιος, τραβώντας το Κεντρί απ’ το θηκάρι του και κοίταξε τα μάτια. Αμέσως το φως τους έσβησε. Ακούστηκε άλλο ένα σφύριγμα, ένα πλατς και η μακρουλή μαύρη σκιά όρμησε βιαστικά μες στο νερό και χάθηκε μες στη νύχτα. Ο Άραγκορν αναδεύτηκε στον ύπνο του, γύρισε απ’ την άλλη μεριά και ανακάθισε.
— Τι είναι; ψιθύρισε και πετάχτηκε απάνω, πλησιάζοντας το Φρόντο. Κάτι ένιωσα στον ύπνο μου. Γιατί έχεις τραβήξει το σπαθί σου;
— Το Γκόλουμ, απάντησε ο Φρόντο. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζω.
— Α! είπε ο Άραγκορν. Ώστε ξέρεις για το μικρό μας κλέφτη, ε; Μας είχε πάρει στο κατόπι σιγοπατώντας σ’ όλη τη Μόρια, ως κάτω στο Νίμροντελ. Από τότε που πήραμε τις βάρκες είναι ξαπλωμένο σ’ ένα κούτσουρο και δουλεύει χέρια και πόδια σαν κουπιά. Προσπάθησα να το πιάσω μια δυο φορές τη νύχτα· αλλά είναι πιο πονηρό κι από αλεπού και ξεγλιστράει σαν ψάρι. Είχα την ελπίδα πως δε θα τα κατάφερνε στο ταξίδι στο Ποτάμι, αλλ’ όμως είναι πολύ έξυπνο στα ναυτικά.